Ανάμεσα στους πρόσφυγες από το Λυθρί που κατέληξαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στην Κρήτη
ήταν και η Μαλαματώ (Μάλαμα) Μπουγκά (αδερφή της γιαγιάς μου Ουρανίας
Στριμπούλη), με τα παιδιά της Δημήτριο, Φιλιώ και Στέφανο.
Πήγαν το 23 στο χωριό Καρδουλιανός στο Καστέλι Ηρακλείου. Αργότερα
εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Βάθεια εκτός του Δημήτρη που έζησε στον Καρδουλιανό.
Μαζί ήρθε και εγκαταστάθηκε στον Καρδουλιανό
και ο γιός της Μπουγκάς Κωστής με τη σύζυγό του Κυριακή (Κυριακούλα)
το γένος Μακραντώνη που και αυτή καταγόταν από το Λυθρί. Ήρθαν σε ηλικία 38
χρονών ο Κωστής και 27 η Κυριακή, μαζί τους τα παιδιά τους Ειρήνη 7 ετών και Ιωάννης (ο Γιάννης του
Μπουγκα) 3 ετών.
Τις συγκλονιστικές στιγμές του ξεριζωμού αφηγούνταν στα εγγόνια της με τη
χαρακτηριστική διάλεκτο του Λυθριού η Κυριακούλα Μπουγκά. Μια από αυτές τις
αφηγήσεις κατέγραψε ο εγγονός της Κωστής Μπιτζαράκης (ανάρτηση στο facebook: Σύλλογος Μικρασιατών και φίλων
Καρδουλιανοϋ):
….κι εκείνο το βράδυ η γιαγιά Κυριακούλα άρχισε να μας αφηγείται, ενώ τα
μάτια της δεν σταμάτησαν να τρέχουν δάκρυα, για εκείνες τις τελευταίες στιγμές
του ξεριζωμού.
Κόντευαν οι Τούρκοι να φθάσουν στο Λυθρί παιδιά μου. «Πού να προλάβομε! Αφήκαμε πίσω μας ούλο το βιός μας. Έναν μπόγο ίσα-ίσα ηπήραμε με τα χρειαζούμενα και την εικόνα τση Παναγιάς, και στο ζωνάρι του ο παππούς σας ήχωσε λίγους παράδες που είχαμε στο σπίτι…
Κι απέ, ηφύγαμε σαν τσοι λωλοί, κι ηπήραμε τσοι δρόμοι να γλυτώσομε, να
σωθούμε αφ’ τη σφαή! Αφ’ το χέρι ηκρατούσα εγώ τη θειά σας την Ερήνη, ο παππούς
στον ώμο του τον μπάρμπα σας το Γιάννη κι ηβάσταε και τον μπόγο στα χέρια του.
Μαζί μας κι η συχωρεμένη η μάνα μου, η Μαριγώ.
Άλλοι με κάρα, άλλοι με τα ζα κι άλλοι με τα ποδάρια, ητρέχαμε για να
προλάβομε να φτάσομε στο λιμάνι, με την ορπίδα να μπούμενε σε κανένα παπόρι και
να περάσομε απέναντι στα νησιά, να σωθούμε από τη λύσσα και τη μανία των
Τουρκώ.
Ο κόσμος αλογάριαστος, σαν τση θάλασσας τον άμμο! Μελεούνια κόσμος και
ντουνιάς, που ήκλαιε κι ητσίριζε κι ηβόγκαε σαν το πληγωμένο ζο!
Οι αφορεσμένοι οι Τούρκοι, μάς ηφτάξανε στο δρόμο κι ήπεσαν απάνω μας σαν τσοι λυσσιασμένοι σκύλοι! Τότες ηκάμανε λογιώ λογιώ
εγκλήματα.
Ηχτυπούσανε τσοι άντροι και τσοι γυρεύανε παράδες. Μαχαίρι ήπεφτε όσοι δεν
τσοι δώνανε. Κι από τσι γυναίκες ηγυρεύανε μαλαματικά, ό,τι χρυσό ηφορούσανε ή
που το ΄χανε κρυμμένο. Αρπούσαν τσι αγγελοκαμωμένες κοπέλες και τις εντροπιάζαν
μπροστά στα μάθια των εδικών ντων, οι αντίχριστοι!
Φόβος και τρόμος μάς ήπιασε ούλους! Οι καβαλαραίοι τως μονάχα που μας
ητρόμαζαν, μα κείνοι οι τσέτες ηκάμανε τσοι σκοτωμοί και
ούλα τα εγκλήματα. Μα καλύτερα να μη σας τα πω, έτσιδας όπως τα ‘δανε τα μάθια
μου, μη λάχει κι απομαυρίσει η ψυχούλα σας…
Με τα πολλά, ηφτάξαμε στο λιμάνι, μα από τον κόσμο δεν ήβρισκες μήτε τη γη
για να πατήσεις! Ο ένας απάνω στον άλλονε, σαν τσι σαρδέλες στο κουτί, να
σπρώχνουνται και να τσαλοπατιούνται, για να ‘ναι μπροστά-μπροστά, σαν θα ‘ρτει
το καράβι, μαθές, να μπούνε να γλυτώσουνε αφ’ του Τούρκου το μαχαίρι!
Κι εκειδά κει, απάνω στο χαμό και το λωλαμό, φεύγει αφ’ τα χέρια μου η θειά
η Ερήνη και μου πέφτει μέσ’ στη θάλασσα! Χίλια χρόνια ηνόμιζα πως ηπεράσανε,
ώσαμε να βουτήξει ένας Χριστιανός -ο Θεός να ντον έχει γερό, άμα ζει!- και να
μου την- ε σώσει.
Με τα πολλά και με χίλια σπρωξίδια, ηκαταφέραμε να μπούμε σ’ ένα ελληνικό
παπόρι, που μας ήβγαλε στη Χιό. Μελεούνια κι εκεί πέρα οι πατριώτες! Μέσ’ στσοι δρόμοι, με τα μπογαλάκια ντως καταής σαν τσοι ατσίγγανοι!
Για φανταστείτε κομμάτι, αφ’ τη μια στιγμή στην άλληνε, ηχάσαμε την πατρίδα
μας, τον τόπο μας, τσοι δικοί μας αθρώποι, το βιός
και το έχει μας! Ηγενήκαμε, μαθές, πρόσφυγοι… φουκαράδες, που δεν έχουνε στον
ήλιο μοίρα!
Μα μέσα σε ‘κείνονε τον ατέλειωτο πόνο μας, ηκάμαμε και τον σταυρό μας που
ήμασταν ζωντανοί κι είχαμε και τα παιδάκια μας! Ήμασταν οι τυχεροί εμείς,
μπροστά σε τόσους και τόσους πατριώτες μας που ξεκληριστήκανε κι ησπείρανε με
τα κοκκαλάκια ντως ούλη τη Μικρασία!
Εξακόσες χιλιάδες ήγραψε η Ιστορία πως ήταν οι σκοτωμένοι αφ’ τη μανία των
Τουρκώ!
Σας ημαύρισα την καρδιά απόψε με ούλα τούτα που σας ανεστόρησα, μα το ‘θελα
γιατί πρέπει πάντοτες να ξέρετε, ποια είναι και τι ητράβηξε κείνη η όμορφη
πατρίδα μου, η πατρίδα του παππού σας, τω συγγενώ και των χωριανώνε μας.»
Είναι χρέος σας να μην αλησμονήσετε την Μικρασία μας.
Είναι ανάγκη και για τα σας και για ούλες τσι αποδέλοιπες γενιές να
συνεχιστεί η μικρασιάτικη παράδοση, να κρατήσετε ούλα τα συνήθεια και τ αντέτια
μας και να φυλάξετε σα μια κλερονομιά πολλάκριβη και ούλα εκείνα που μιλούν για
την ιστορία της Πατρίδας και που μας κάνουνε περήφανους για την ρίζα και την
φύτρα μας.
Ήπέρασε η ώρα.. άντε να κοιμηθείτε δα και μιαν άλλη φορά θε’ να σας πω -και
μη θαρρείτε πως είναι λίγα, πόσα ητραβήξαμε αφ’ την στιγμή που ηπατήσαμε το
ποδάρι μας στη νέα πατρίδα, ίσαμε να ρθούμε εδωνά στο Καρδουλιανό και να
ξανασιάξομε τη ζωή μας αφ’ την αρχή.
Κοντεύει πια αιώνας από τότε που χάθηκε η αγαπημένη πατρίδα της κάθε γιαγιάς Κυριακούλας η δοξασμένη Μικρασία. Έφυγαν ένας ένας με το πέρασμα του χρόνου οι δικοί μας άνθρωποι που κυνηγημένοι και ξεριζωμένοι εγκαταστάθηκαν στο χωριό μας, εδώ στον Καρδουλιανό
Και μείναμε εμείς, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη γενιά, ν’ αναλογιζόμαστε την
ειρηνική και όμορφη ζωή τους σε κείνα τα άγια μέρη, αλλά και τον πόνο του
ξεριζωμού τους, που έγινε και δικός μας πόνος μέσα από τις διηγήσεις των.
Απέναντι σ’ αυτήν την πατρίδα, έχουμε χρέος, ως σύλλογος και ως άνθρωποι,
να την κρατήσουμε πάντα ζωντανή στη μνήμη και να μεταλαμπαδεύσουμε την αγάπη
και το ενδιαφέρον μας για κείνη, στις επόμενες γενιές.
Γιατί, καθώς λένε, όσο ζει στη μνήμη μας η Πατρίδα δεν είναι χαμένη. Οι
πατρίδες χάνονται, όταν τις λησμονούμε.
Η 14η Σεπτεμβρίου έχει ορισθεί ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των
Ελλήνων της Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης με ομόφωνη απόφαση της Βουλής
των Ελλήνων, που πάρθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1998.
Έτσι, το Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου ως Σύλλογος τιμήσαμε και μνημονεύσαμε όλους
εκείνους τους νεκρούς, εκατοντάδες χιλιάδες Μικρασιάτες που ήταν τα αθώα θύματα
της Μικρασιατικής καταστροφής .
Τιμήσαμε και μνημονεύσαμε και τους 63 προγόνους μας που ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν στον Καρδουλιανό.
Στην μνήμη όλων αυτών είναι αφιερωμένο και το 3ο τεύχος της περιοδικής
έκδοσης του συλλόγου μας ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΡΔΟΥΛΙΑΝΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟΝ.
Παρατηρήσεις πάνω στη διάλεκτο.
Στον αόριστο γίνεται μετατροπή του α σε η όπως
στα κρητικά αν και αρκετές από τις λέξεις δεν έχουν σχέση με τα κρητικά (πχ. ηβόγκαε,
ηνόμιζα κλπ). Έχουμε λοιπόν τα: ηβάσταε, ήβρισκες,
ηβόγκαε, ηγενίκαμε, ήγραψε, ηγυρεύανε, ηκάμαμε-νε, ηκαταφέραμε, ήκλαιε,
ημαύρισα, ηνόμιζα, ηπατήσαμε, ήπεσαν, ηπέρασε-ανε, ηπήραμε, ησπείρανε,
ητράβηξα-αμε, ητρέχαμε, ητρόμαζαν, ητσίριζε, ηφορούσανε, ηφτάξαμε-νε, ηφύγαμε,
ηχάσαμε, ηχτυπούσανε, ήχωσε
Καταλήξεις όπως στα κρητικά πχ, Μπούμενε: μπούμε
Γενικές. Πληθ. όπως στα κρητικά: τω συγγενώ, των
τουρκώ, τω χωριανώνε
Ονόματα σε άλλο άρθρο από αυτό της κοινής (όπως στα
κρητικά) π.χ ο άμμος αντί η άμμος
Το τση τσοι. Όπως τα νησιώτικα (κρητικά, κυκλαδίτικα
κλπ): τση Παναγίας
Πλην όμως σύνταξη τους όπως τα κυκλαδίτικα δηλ. το
ουσιαστικό όχι στην αιτιατική αλλά στην ονομαστική: Σαν τσοι λωλοί (αντί
λωλούς), ηπήραμα τσοι δρόμοι (αντί δρόμους),
σαν τσοι λυσσιασμένοι σκύλοι (αντί λυσσασμένους σκύλους), Τσοι άντροι (αντί
άντρες), ηκάμανε τσοι σκοτωμοί (αντί σκοτωμούς),
μέσ’ στσοι δρόμοι
(αντί δρόμους), σαν τσοι ατσίγγανοι (αντί ατσιγγάνους), τσοι δικοί μας αθρώποι
(αντί δικούς μας ανθρώπους)
Λεξιλόγιο
Αγγελοκαμωμένες κοπέλες: όμορφες σαν άγγελοι κοπέλες
Άλληνε- Άλλονε, Άλλη-άλλο
Αλογάριστος: Αναρίθμητος
Άμμο (τον). Ο άμμος όπως στην Κρήτη
Ανεστόρησα. Ανιστόρησα
Άντροι (οι): Άντρες
Απέ: Μετά
Απομαυρίσει. Μαυρίσει τελείως
Ατσιγγάνοι. Τσιγγάνοι (όπως στα κρητικά)
Αφ’: Από
Δώνανε: Δίνανε
Εδωνά. Εδώ
Εκείδα κει. Εκεί
Εντρόπιαζαν: Ασελγούσαν πάνω τους
Ηβόγκαε: βογκούσε
Ερήνη: Ειρήνη
Ετσιδάς. Έτσι
Έχει (το). Το βιός
Ζό-ζα: ζώο-α
Θα’ρτει: θα ΄ρθει
Καβαλαραίοι. Έφιπποι
Καταής, Κατάχαμα
Κείνονέ: εκείνο
Κλερονομιά. Κληρονομιά
Λωλαμός. Τρέλα
Λωλοί: Παλαβωμένοι
Μαλαματικά: Χρυσαφικά
Μάθι. Μάτια. Αυτή η λέξη δεν γνωρίζω αν είναι επιρροή από τα ηρακλειώτικα
και όχι λυθριανό
Μελεούνια. Μιλιούνια
Μικρασία. Μικρά Ασία
Ξανασιάξομε. Ξαναφτιάξουμε.
Ορπίδα: Ελπίδα (όπως στα κρητικά)
Ούλους-η -α Όλους-η-α (όπως στα
κρητικά 0
Πάντοτες. Πάντοτε
Παπόρι: βαπόρι
Πολλάκριβη. Πολύτιμη
Πρόσφυγοι. Πρόσφυγες
Ώσαμε. Μέχρι (όπως στα κρητικά)
From Lythri came and was settled In Kardoulianos too, her son Kostis Bougas with his wife Kyriaki (Kyriakoula) Makrantoni. Kostis came at the age of 38 Kyriaki at the age of 27 their daughter Irini at the age of 7 and their son Ioannis (Giannis of Bouga) of 3.
Kyriakoula Bouga narrated the
shocking moments of the uprooting to her grandchildren in the characteristic
dialect of Lythri. One of these stories was recorded by her grandson Kostis
Bitzarakis (post on facebook: Association of Asia Minor refuges and their friends of Kardoulianos):
….. and that night
our grandmother Kyriakoula began to tell us, while her eyes did not stop
running with tears, for those last moments of uprooting. The Turks were about to reach Lythri, my
children. " we could not catch up and so we left our whole life behind us.
We just got a pack
with what we needed and the icon of the
Virgin Mary, and your grandfather hid in
his belt a few money that we had at home… and
then we left home like crazy and
run in order to escape, to be saved from slaughter! I was holding your aunt
Irene by the hand, your grandfather carried on his shoulder your uncle Giannis
and he was holding the pack in his
hands. With us was my mother, Marigo.
Some with carts,
others with animals and others on foot, ran to get to the port, hoping to get
on any steamer and cross the islands, to be saved from the rage and fury of the
Turks.
Countless people like the sand of the sea! Millions of people who were crying and screaming and groaning like the wounded animal! The devout Turks reached us on the road and fell on us like raging dogs. Then they committed many crimes. They beat the men and demanded money from them. They stabbed those who did not give them money. And from the women they looked for jewelry, whatever gold they wore or which they had hidden. The beautiful girls were kidnapped and shamed in front of their relatives’ eyes!
Fear and terror seized us all! Their cavalrymen only scared us, but those tsetes (guerillas) committed the murders and all the crimes. But better not to tell you, what my eyes saw, I will not let your soul to be completely blackened…
Finally
and with a lot of pushing we arrived at the port, but it was so crowded that
you could not find the land to step on! One on top of the other, like the
sardines in the box, to be pushed and trampled, to reach the quay when the ship
will arrive in order to be saved from
the Turkish sword!
And there, on the doom and in madness, your aunt Irene leaved my hands and was fallen into the sea! A thousand years I thought passed, until a Christian dived - God bless him, if he lives! - and saved her.
After a lot of trouble and pushing, we managed to get on a Greek ship, which took us to the island of Chios. There too were thousands of our compatriots in the streets, with their little packs seating on the ground like the gypsies! In a moment we lost everything, our homeland, our place, our relatives, our properties and we became refugees… poor people who have no fate under the sun!
But being in that endless pain, we made our sign of the cross that we
were alive and had our children! We were the lucky ones, in front of so many of
our patriots who were torn apart and sowed with their bones all over Asia
Minor!
Six hundred
thousand were written in history as those who were killed by the rage of the
Turks! "I blackened your heart
tonight with all those stories I mentioned to you, but I wanted it because you
should always know which was and what suffered this beautiful homeland, the
homeland of your grandfather, relatives and
villagers." It is your duty
not to forget our Asia Minor.
It is a duty for
you and for all the future generations to continue the tradition of Asia Minor,
to keep all our customs and traditions and to preserve it as a very precious
heritage and all those that tells us about the history of the Homeland that makes us proud for our roots and sprout.
The time has
passed .. go and sleep and once again I
will tell you - and do not think that those are few, how much we suffered from
the moment we set foot in our new homeland, until to come here to Kardoulianos
and rebuild our life from the beginning.
It is almost a
century since the glorious homeland of every grandmother as Kyriakoula was
lost. One by one, over time, our own people left, who were chased and uprooted
and settled in our village, here in Kardoulianos.
And we, the
second, third and fourth generation, are left to reflect on their peaceful and
beautiful life in those holy places, but also on the pain of their uprooting,
which became our own pain through their stories.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου