Σεπτέμβρης του
22. Έχει καταρρεύσει το μέτωπο.
Ο Πλαστήρας
πηγαίνοντας προς την Κρήνη (Τσεσμέ) για να φύγει με το στρατό του στη Χίο
άρχισε να πυροβολεί τον τουρκικό στρατό που ερχόταν πίσω του και να τους
εμποδίζει να έρθουν στο χωριό Ρεϊζντερε. Επιτέλους ο Πλαστήρας μπήκε με το στρατό του τελευταίος στο πλοίο για να
φύγουν για τη Χίο. Τότε όλος ο χριστιανισμός έμεινε στα χέρια των Τούρκων. Ο τουρκικός στρατός διασκορπίστηκε στα
διάφορα χωριά. Στο χωριό μας ήρθαν 200
στρατιώτες ……
Ήταν Κυριακή
και κατά τις 8:00 έρχονται τρεις έφιπποι και μαζεύουν τους άντρες. Αφού μάζεψαν όσους
ήθελαν φεύγουν και σε πέντε λεπτά της ώρας βλέπουμε το σπίτι του προεστού να
καίγεται και εντός ολίγου τα περισσότερα σπίτια του χωριού.
Τότε οι άνθρωποι τρέχουν στα όρη και άλλοι προς τη θάλασσα. Οι έφιπποι αμέσως περικυκλώνουν το χωριό και αρχίζουν να πυροβολούν δεξιά και αριστερά όπου ήταν άνθρωποι. Με τους πυροβολισμούς αυτούς σκοτώθηκαν τρεις άντρες μία γυναίκα με το παιδάκι της στην αγκαλιά και τραυματίστηκαν δύο παιδιά. Εγώ τώρα αφήνω τους γονείς μου και με τρεις φίλους μου πηγαίνουμε στη θάλασσα ενώ μας κυνηγούν δυο έφιπποι. Αλλά η παραλία της θάλασσας ήταν γεμάτος γκρεμούς και τα άλογα δεν μπορούσαν να μας πλησιάσουν. Γδυνόμαστε και πέφτουμε στη θάλασσα για να πάμε σε ένα νησάκι που βρίσκεται απέναντι από το χωριό Λυθρί ονομαζόμενο Γαϊδουρόνησο. Η ώρα θα ήταν 9 π. μ. περίπου. Οι Τούρκοι έφιπποι μας πυροβολούν αλλά μάταια. Τότε πηγαίνουν σε ένα απόκρημνο βράχο όπου ήταν πέντε κορίτσια. Μόλις τους είδαν για να μην έρθουν στα χέρια των Τούρκων πηδούν στη θάλασσα από τον γκρεμό ύψος 5 μέτρων περίπου και πνίγονται όλα μαζί.
Εν τω μεταξύ εμείς είχαμε ανοιχτεί πολύ στη θάλασσα και τα κύματα εμεγάλωναν όσο προχωρούσαμε αλλά ευτυχώς ο καιρός δεν ήταν ενάντιος. Τα κύματα χτυπούν δυνατά τα πρόσωπά μας. Εγώ εκουράστηκα τόσο πολύ και πέφτω ανάσκελα σχεδόν μία ώρα για να αναπαυτώ και να συνεχίσω. Όταν εγύρισα με κατάλαβε φόβος γιατί είχα χάσει τους φίλους μου λέγοντας ότι θα τους έφαγαν τα δελφίνια ή θα τους ρούφηξε καμία αναρούφα και έμεινε πλέον δική μου σειρά.
Προχωρώ με όλη
μου τη δύναμη. Φωνάζω. Η φωνή μου
παρασυρόταν από τον αέρα και μόνο που το στόμα μου γέμιζε νερό. Σε απόσταση
πολύ μακρινή αρχίζω να διακρίνω ένα κεφαλάκι ανθρώπινο. Αμέσως τότε προχωρώ με όση
δύναμη είχα, και βλέπω τον φίλο μου τον Δημήτρη ο οποίος μου λέει: αγαπημένε
μου φίλε Ματθαίε δεν αντέχω πλέον, θα πνιγώ. Αλλά εγώ τον ενθαρρύνω. Αλλά ματαίως. Αφήνει
τον εαυτό του και βυθίζεται στην άγρια θάλασσα. Εγώ πλέον προχωρώ απελπισμένος
και κοιτάζω πίσω μου την καταστροφή του χωριού, τον καπνό της φωτιάς να
ανεβαίνει ψηλά και να σκοτεινιάζει τον λαμπρό ήλιο. Επιτέλους αρχίζω να διακρίνω τα σπιτάκια του
νησακιού και μερικούς ανθρώπους. Όσο προχωρούσα τόσο έβαζα δύναμη να φτάσω
γρηγορότερα για να δω τα αποτελέσματα των φίλων μου. Ο ήλιος θα χρειαζόταν πέντε μέτρα να κοιμηθεί στη Δύση.
Τέλος το φως έσβησε και έγινε σαν στρογγυλή φωτιά και σε 5 λεπτά με αποχαιρέτησε.
Η θάλασσα
εσκοτείνιασε και έγινε αγριότερη αλλά η
απόσταση για να φτάσω στο νησάκι δεν θα ήταν ούτε 15 λεπτά. Ενώ προχωρώ βλέπω
τους φίλους μου οι οποίοι με περιμένουν στην
ακρογιαλιά του νησακιού. Όταν έφτασα στην ακρογιαλιά μου έφερε κάποιος
ένα σακί που βάζουν μέσα στάρι και με ένα μαχαίρι ανοίγει μία τρύπα στον πάτο
του σακιού και από μιά στις πλευρές. Στην πρώτη τρύπα περνώ μέσα το κεφάλι μου
και στις δεύτερες στα χέρια μου και έτσι το σακί το φόρεσα σαν πουκάμισο. Τότε με παίρνουν και
με πηγαίνουν στην αποθήκη των αχυρώνων. Εκεί με ξαπλώνουν στα άχυρα και με τρίβουν. Έπειτα μου φέρνει
κάποιος σ’ ένα τηγάνι πεταμένο, βρασμένα ξυλοκέρατα τα οποία τα ήπια σαν να
ήταν καμιά ευρωπαϊκή σαμπάνια. Οι άλλοι φίλοι μου πήγαν στο βάθος της αποθήκης
για να κοιμηθούν. Το σώμα μου πονούσε δυνατά. Οι άνθρωποι με ρωτούσαν πώς τα
πέρασα στη θάλασσα και εγώ τους τα διηγήθηκα ένα προς ένα.
Δεν πέρασε λίγη
ώρα και έρχεται ένας και μου φέρνει κρεμμύδια ψημένα με αλάτι που με λαιμαργία
τα έφαγα σαν να ήταν μπαρμπούνια. Η ώρα 9 μ. μ. κουρασμένος και από τους
φρικτούς πόνους εκοιμήθηκα σαν παράλυτος και εξύπνησα στις 9 το πρωί. Μετά λίγο πιάνουμε δύο κοτόπουλα τα
καθαρίζουμε και τα βάζουμε να ψηθούν. Πηγαίνουμε στην εκκλησίτσα του νησακιού
και ευχαριστούμε το Θεό για τη Σωτηρία μας και αλληλοασπαστήκαμε με δάκρυα στα
μάτια από τη συγκίνηση γιατί σωθήκαμε ως
εκ θαύματος και διότι δεν επάθαμε ότι ο φίλος μας ο Δημήτρης.
Φεύγουμε από
την εκκλησίτσα και πηγαίνουμε στο σπιτάκι και τρώμε το κοτόπουλο χωρίς ψωμί.
Κατόπιν επήγαμε σε ένα βράχο της θάλασσας και καθίσαμε βλέποντας τη θάλασσα που
είχαμε περάσει και μας φαινότανε ψέματα. Την καταστροφή που πάθαμε και
σκεπτόμασταν πως θα ζήσουμε χωρίς τροφή στο νησάκι. Τους ανθρώπους που έμειναν
στα χέρια των Τούρκων και τα βασανιστήρια που θα τους υπέβαλαν, οι σφαγμένoι, οι πνιγμένοι, οι καμένοι. Δεν τους
ξέρουμε. Δεν θα αξιωθούμε να τους μνημονεύσουμε. Είναι ήρωες χωρίς όνομα. Είναι
χριστιανοί χωρίς τάφο και έχει ο καθένας το μαρτύριο του. Ποια ζωή ποιου Έλληνα
να είναι δυνατόν να μείνει απομονωμένη από το μαρτυρικό θάνατο μυριάδων
Ελλήνων; Ποιος Έλληνας μπορεί να ζήσει έξω από την ανάμνηση της Μικράς Ασίας; Όλοι μεταλάβαμε του τραγικού
τούτου δυστυχήματος!. Μεγάλα πράγματα πρέπει να βγούνε από κάθε Έλληνα
έπειτα από τέτοια καταστροφή
Οι κάτοικοι του
νησιού είχαν φύγει πρωτύτερα και πήραν τις τροφές. Είχαν αφήσει μόνο λίγα
ξυλοκέρατα, κρεμμύδια και τις όρνιθες τις αίγες και τα βόδια τους και θα
έστελναν κανένα καΐκι από τη Χίο για να πάρει τα εναπομείναντα στο νησάκι και
θα φεύγαμε και εμείς μαζί με αυτούς. Την
τρίτη μέρα βρήκαμε μία βάρκα μικρή στο νησάκι η οποία ήταν ανοιχτή και έπαιρνε
νερά. Τη διορθώνουμε
και τη ρίχνουν στη θάλασσα για να πάμε στο χωριό Λυθρί το οποίο ήταν ερημωμένο διότι όλοι οι
κάτοικοι είχαν φύγει από το χωριό με όλη την περιουσία τους και πήγαν στη
Χίο. Όταν εφτάσαμε στην παραλία του
χωριού Λυθρί φωνάζουμε δυνατά: Παιδιά!!
και αμέσως βλέπουμε έναν άνθρωπο να τρέχει από την κορυφή του γύρω λόφου.
Όταν μας πλησίασε, ο λοχίας φωνάζει αλτ! Και ετοιμάζει τα όπλα του για να πυροβολήσει στον
άνθρωπο που ερχόταν προς εμάς. Αυτός εσταμάτησε φωνάζοντας προς εμάς: Είμαι
Ρεϊζντεριανός. Τότε πλησιάζουμε και εμείς και του είπαμε το σκοπό μας. Να σώσουμε ανθρώπους και μας είπε ότι είναι, 8
γυναίκες 5 άντρες και 15 παιδιά. Τότε του λέμε να τους φέρει στην παραλία τρεις
τρεις να τους βάζουμε στη βάρκα και από κει να τους πηγαίνει ένας που ξέρει
κουπί στο νησάκι. Αλλά πρώτα τα κορίτσια κατόπιν τις γυναίκες και τελευταία
τους άντρες με τα παιδιά. Όπως τα είπαμε έτσι τα εκτελέσαμε. Αλλά δυστυχώς την
τελευταία βαρκαδιά ήταν ένας μεθυσμένος πολύ και μας αναποδογυρίζει τη βάρκα. Τότε
κολυμπώντας πηγαίνουμε στο νησάκι αλλά ο ένας δεν ήξερε να κολυμπά και πνίγεται.
Κολυμπώντας σε
ένα τέταρτο της ώρας είμαστε πάνω στο νησάκι διότι από το χωριό Λυθρί το νησάκι
είναι πολύ κοντά. Το βράδυ εκαθήσαμε όλοι μαζί και τους ερωτούσαμε για τους
χωριανούς μας. Αυτοί μας είπαν ότι όταν
οι άνθρωποι διασκορπίστηκαν άλλοι στα όρη στα σπήλια και στη θάλασσα, οι Τούρκοι έφιπποι τους έπιασαν και τους
εκάθισαν γονατιστούς σε ένα μέρος τότε τους περικυκλώνουν και τους διαίρεσαν σε
τρία μέρη: τους άντρες χωριστά τις γυναίκες χωριστά και τα κορίτσια χωριστά και
μας πήγαιναν στα Αλάτσατα. Εμείς στο
δρόμο φύγαμε και ήρθαμε στην απέναντι ακρογιαλιά μήπως έρθει κανένα καΐκια από
τη Χίο και μας πάρε. Και να που ήταν τυχερό να έρθουμε εδώ και να φύγουμε από
το φόβο. Επάνω στο νησάκι τροφές δεν είχαμε και αναγκαστήκαμε να σφάξουμε το
βόδι και με το κρέας του χωρίς ψωμί περάσαμε τέσσερις μέρες. Την Τετάρτη κατά
τα μεσάνυχτα περίπου έρχεται ένα καΐκι και μας παίρνει και μας πηγαίνει στη Χίο
Matthew Frangomanolis from Reisdrere tells us about the shocking events that happened after the collapse of the Greek front in Asia Minor in an area between Reisdere and Lythri, tragic events such as the falling from cliffs into the sea of 5 girls in order to escape from the hands of Turks reminding us a new Heroic Zallongo. He also gives us some information about the village Lythri and its area, such as the nearby island of Gaidouronisos (Donkeys’ island) which is probably the one mentioned on a map of that time with the name Onos (Donkey) and today called by Turks Mustafacelebi. There were some houses, stables with animals, obviously Lytrians properties. There was also a small chapel. Says that Lythrians had abandoned the village and the turkish army had already arrived there.
Narration of Frangomanolis Mattheou from the village
Reisdere a town near Lythri who was settled as refugee after thw Asia Minor’s
destruction at Ierapetra -Crete (story taken from the book of Maria
Mathioudaki-Dragasaki. Memories of Asia Minor).
September 22. The front has collapsed
General N. Plastiras, going to Krini (Tsesme) in order to retreat with his army to Chios, started firing at the Turkish army
coming behind him and preventing them from coming to the village of Reizdere.
Finally, Plastiras was the last to enter the ship with his army to leave for
Chios. Then all Christianity remained in the hands of the Turks. The Turkish
army was dispersed in the various villages. 200 soldiers came to our village
…………
It was Sunday and at 8:00 three horsemen came in
Reisdere and gathered the men. After that they leave the village. In five
minutes we see the house of the provost burning and soon, the most of the
houses of the village burning too.
Then people run to the mountains and others to the
sea. The cavalry immediately surrounded the village and started firing right
and left where there were people. The shootings killed three men, a woman and
her child in her arms, and injured two children.
In the meantime we were far away from the shore and
the waves were getting bigger as we were swimming but fortunately the weather was not against us.
The waves hit our faces hard. I got so tired and fell on my back for almost an
hour to rest and move on. When I turned, I was scared because I had lost my
friends, saying that they would be eaten by dolphins or were sunken and was my
turn.
I move forward with all my strength. I cry out. My
voice was carried away by the air and only my mouth was filled with water. At a
great distance I saw a human head. Immediately then I move forward with all my
strength, and I see my friend Dimitris who says to me: my dear friend Matthew,
I can not stand it anymore, I will drown. But I encourage him. But in vain. He
leaves himself and sinks into the wild sea. I now swim in despair and look
behind me at the destruction of the village, the smoke of the fire rising high
and darkening the bright sun. I finally start to see the houses on the island
and some people. The further I went the stronger I got to get there faster to
see the results of my friends. The sun needed five meters to sleep in the West.
Finally the light went out, the sun became like a round fire and in 5 minutes said
goodbye to me.
The sea darkened and became wilder but the distance to
reach the island was less than 15 minutes swimming. As I move I see my friends
waiting for me on the shore of the island. When I arrived at the beach, someone
brought me a sack from wheat and with a knife a hole was made in the bottom of
the sack and one on each side. In the
first hole I pass my head and in the others my hands and so I wore the sack like
a shirt. Then they take me to the barn warehouse. There they lay me on the
straw and rub me. Then someone brings me to a discarded pan, boiled carobs which
were mild as if were European champagne. My other friends went to the back of
the warehouse to sleep. My body hurt a lot. People asked me how I spent it at
sea and I told them one by one the events.
It did not take long and one of them comes and brings
me onions cooked with salt that I greedily ate as if they were red mullets. At
9 pm, tired from the horrible pains too, I fell asleep like a paralytic and
woke up at 9 in the morning.
After a while we catch two chickens, clean them and
put them to cook. We go to the chapel of the island and thank God for our
Salvation and we kissed each other with tears in our eyes from the emotion
because we were miraculously saved and because we did not suffer that our
friend Dimitris suffered.
We leave the chapel and go to the little house and eat
the chicken without bread. Then we went to a rock of the sea and sat watching
the sea we had crossed and it seemed to us to be a lie. The disaster we
suffered and we thought that we would
live without food on the island. The people who were left in the hands of the
Turks and the tortures that would be inflicted on them, the slaughtered, the
drowned and the burned. We do not know them. We will not claim to mention them.
They are heroes without a name. They are Christians without a grave and
everyone has their own martyrdom. What life of any Greek is possible to remain
isolated from the martyrdom of myriads of Greeks? Who Greek can live outside
the memory of Asia Minor? We all had knowledge of that tragic accident!. Great
things must come out of every Greek after such a catastrophe
The inhabitants of the island had left earlier and took
with them the provisions. They had left only a few carobs, onions and chickens
and their goats and oxen and they would send a boat from Chios to pick up the
rest on the island and we would leave with them. On the third day we found a
small boat on the island which was open with waters entering from the bottom.
We fix it and put it in the sea to go to the village of Lythri which was
deserted because all the inhabitants had left the village with all their
property and went to Chios island. When we arrived at the beach of the village
of Lythri we shouted loudly: Hey Children!! and immediately we see a man
running from the top of the surrounding hill. When he approached us, the
sergeant shouted alt! And he prepares his weapons to shoot at the man who was
coming towards us. He stopped shouting at us: I am a Reisderian. Then we
approached him and told him our purpose which was to save people and he told us
they are, 8 women 5 men and 15 children. Then we tell him to bring them to the
beach per three to put them in the boat and from there someone who knows paddle,
to transfer them to the island. But
first the girls then the women and lastly the men with the children. As we
said, so we executed these. But unfortunately during the last transfer there was a very drunk man and turned our boat
upside down. Then rowing we go to the island but one did not know how to swim
and drowns.
Swimming in a quarter of an hour we are on the island
because from the village of Lythri the island is very close. In the evening we
all sat together and asked them about our villagers. They told us that when the
people were scattered all over the mountains in the caves and at sea, the
Turkish cavalry caught them and made them kneel in one place then they
surrounded them and divided them into three parts: separately the men, the
women, and the girls, and they took us to Alatsata. On the road we escaped and came to the
opposite shore lest any boats come from Chios and pick us up. And we were lucky
to come here and leave the fear. We had no food on the island and we had to
slaughter the ox and we spent four days with its meat without bread. On
Wednesday around midnight a boat comes and picks us up and takes us to Chios
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου