H φιλόλογος Αγγελική Κίτσου- Μαγαράκη με προσφυγική καταγωγή γεννήθηκε και ζει στο Ηράκλειο. Στο βιβλίο
της «Έντεκα κειμήλια μια ιστορία» συμπεριλαμβάνει «ιστορίες, μικρές,
αθέατες, ανθρώπων απλών» από τον
Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Μια από αυτές
«τα Κλειδιά» που «η αγάπη δεν άφησε να σκουριάσουν» αναφέρεται στο Λυθρί. Ένας απόγονος λυθριανών
εκπληρώνοντας την επιθυμία των προγόνων του αναζητά το σπίτι τους στο Λυθρί το σημερινό Ιλντιρί.
Βρίσκει από τους νέους ιδιοκτήτες μια απρόσμενη φιλοξενία. Η περιγραφή των
συναισθημάτων όταν φτάνει στο Λυθρί μου θύμισε τα δικά μου συναισθήματα όταν
Σεπτέμβρη του 88 έφτασα σε εκείνα τα άγια χώματα τη γη και των δικών μου
προγόνων. Η ανάρτηση γίνεται με την έγκριση της συγγραφέως
Ο Σταύρος πήρε από
το ταχυδρομικό κουτί της εξώπορτας την αλληλογραφία του και μπήκε βιαστικά στο
σπίτι. Κάθισε στην αγαπημένη του γωνία δίπλα στο παράθυρο
-Διαφημιστικά …φυλλάδια …λογαριασμοί …μονολογούσε καθώς
εξέταζε έναν-έναν τους φακέλους --Σε καμιά ωρίτσα θα είναι έτοιμο το φαγητό, άκουσέ
το βάθος του διαδρόμου τη φωνή της γυναίκας του.
Η καρδιά του χτύπησε με λαχτάρα, καθώς τώρα ήρθε η σειρά
ενός κίτρινου ενισχυμένου φακέλου με αποστολέα τον φίλο του τον Χουσνί από το
Ίλντιρι.
-Κι εγώ που νόμισα πως με ξέχασες Χουσνί! ψιθύρισε. Να μη με πάρεις τηλέφωνο στη γιορτή
μου! -Εσύ δεν την έχεις ξεχάσει ποτέ εδώ
και 10 χρόνια…. συνέχισε τον μονόλογό του, καθώς τα δάχτυλα του ακούμπησαν κάτι
στέρεο στο κάτω μέρος της μικρής πλευράς του
Με την πεποίθηση ότι κάποιο μικροδωράκι του έστελνε ο
φίλος του μαζί Ίσως με κάποια ευχετήρια κάρτα, τον άνοιξε με προσοχή. Ένα
γράμμα σε λευκό χαρτί έκανε διστακτικά την εμφάνισή του. Σπάνια του έγραφε ο Χουσνί. Συνήθως αντάλλαζαν
κάρτες και συχνότερα επικοινωνούσαν τηλεφωνικά. Άνοιξε το διπλωμένο χαρτί σχεδόν με αδημονία,
ξεχνώντας το πιθανό δώρο που έκρυβε ο φάκελος. Προηγούνταν τα νέα του φίλου του.
Σε Greeklish η πιο ορθά σε φραγκοχιώτικα που λέγανε και οι παλιοί ο Χουσνί έγραφε.
«Αγαπημένε φίλε μου Σταυρός (κείμενο με λατινικούς
χαρακτήρες)
Εύχομαι να είσαι καλά. Σου στέλνω τις ευχές μου για τη γιορτή σου
λίγο αργά αλλά πιστεύω πως θα με δικαιολογήσεις. Να έχεις πάντα υγεία και χαρά.
Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω αλλά ξέρω πως πρέπει να το μάθεις. Η αννέ (μάνα) μου η Νουρτέν χανίμ μας άφησε χρόνους πριν από
15 μέρες»
Ο Σταύρος ένοιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και τα γράμματα
έγιναν μια μαύρη πένθιμη γραμμή πάνω στο
λευκό χαρτί. Αυθόρμητα κοίταξε τη φωτογραφία στο τραπεζάκι απέναντί του. Μία
ηλικιωμένη κυρία χαμογελούσε με τα μάτια απλώνοντας προστατευτικά τα χέρια της
στον γιο της τον Χουσνί δεξιά και στον Σταυρό που στεκόταν αριστερά της.
Το μυαλό του πισωδρόμησε
«Να πας καλέ Σταυρή μου, στο χωριό μας, στην Πατρίδα, να βρεις το
σπίτι μας,… να μην τ’αλησμονήσεις!» ήρθε στ’ αυτιά του η φωνή του παππού του.
«Πάαινε βρε γιέκα μου: την ευχή
μου να έχεις αφ΄τα τα δέκα μου τα νύχια»
συμπλήρωνε η γιαγιά και αυτή από
εκείνα τα μέρη
Δεν πήγε όσο εκείνοι ζούσαν. Θες η καριέρα θες ένας γάμος
που ακολούθησε και δεν στέριωσε με ένα παιδί να μεγαλώνει μακριά του κάπου στη
Σουηδία, θες η αναβλητικότητα του χαρακτήρα του, όλα μαζί άφησαν τα χρόνια να
περάσουν. Όταν εκείνοι έφυγαν, ένιωσε βαρύ το ανεξόφλητο χρέος προς τους
ανθρώπους που τον είχαν μεγαλώσει από τα πέντε του χρόνια τότε που οι γονείς
του πήγα μετανάστες στη Γερμανία και δεν ξαναγύρισαν,… Έτσι πριν από 10 χρόνια
μεσήλικας σχεδόν, αφού ωστόσο είχε καταφέρει να ξαναφτιάξει τη ζωή του,
αποφάσισε να επισκεφτεί το «χωριό τους» και το σπίτι τους που από μικρό παιδί τα’χε ζωγραφίσει στην καρδιά του.
Καλοκαίρι του 1995. Με ένα ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο από
τον Τσεσμέ όπου είχε φτάσει μέσω Χίου τράβηξε για το Λυθρί 22 χιλιόμ. βορειότερα
«Να πας καλέ Σταυρή μου στο χωριό μας… «Πάαινε βρε γιέκα μου! Την
ευχή μου να έχεις αφ΄τα τα δέκα μου τα
νύχια!»
Φωνές ζεστές χάιδευαν τα αυτιά του μαζί με τον νοτισμένο
αεράκι που έμπαινε από το μισάνοιχτο τζαμί. Αν και μέσα του ένιωθε εκείνη την ακαθόριστη
λαχτάρα που προοιωνίζεται τη συνάντηση με κάτι άγνωστο και συγχρόνως τόσο
οικείο δεν άνοιξε ταχύτητα.
Λαχανιασμένα τα μάτια του μετρούσαν την ταχύτητα του τοπίου που κυλούσε στις άκρες
του δρόμου. Έδρεπαν την ευφορία της γης και τη γαλήνη του γαλάζιου νερού. Έστρεψε
το βλέμμα του αριστερά κι είδε τον παππού μέσα σε μία βαρκούλα να λικνίζει το
χέρι του σένα χαρούμενο χαιρετισμό. Δεξιά του αμπέλια και ελιές. Χρυσομαντηλούσα
η γιαγιά κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο τσαμπί σουλτανίνας κι είχε ένα χαμόγελο
που έσταζε μέλι. Άνοιξε περισσότερο το
τζάμι για να στεγνώσουν δύο σταγονίτσες που φάνηκαν στην άκρη των ματιών του.
Οι αγαπημένοι του τον συνόδευαν. «Όλα θα πάνε καλά» σκέφτηκε και πάτησε ελαφρά
το γκάζι.
Σταμάτησε στη μικρή πλατεία. Μια παλιά βρύση τον
καλωσόρισε στα ελληνικά
Προνεία Σαδίκ Πασά Εφέντη
Δαπάνη Κοιν. Ερυθρών
Ερυθρά την 1η Μαρτίου
1880
Γέμισε τις χούφτες του δροσερό νερό. Δρόσισε τα χείλη του
και την ψυχή του. Το χωριό τους τον είχε καλοδεχτεί.
Προχώρησε με σιγουριά στο πρώτο καφενείο της παραλίας. Παράγγειλε
ένα tuskish coffee (τούρκικο καφέ) και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στον
ήμερο κόλπο. Οι αισθήσεις του σε εγρήγορση ιχνηλατούσαν τον τόπο. Τις επιστράτευσε
για να πιάσει τα νήματα του χρόνου «να επιστρέψει» να καλύψει το κενό της
απώλειας.
Μπροστά του τα ερημονήσια που κάποτε τα έλεγαν Ίππους
«Να έτσιδά ν’ άπλωνες
το χέρι σου, θε’να ντα ’πιανες! Σαν τα αλόγατα με τσι ράχες ντως
όξω αφ’το νερό μοιάζουνε τα νησάκια μας. Κάθα πρωινιά τα καλημερίζαμε. Ώρες-ώρες αζντισμένα
οδηγούσανε τ’ αμάξι του θεού τση θάλασσας… Πώς τον ηλέανε βρε γιέκα μου;»
«Ποσειδώνα παππούκα!»
«Α γειά σου! Αυτουνού που ούλη την ώρα ηθύμωνε κι ένα γκερεμέ ησεκλετίζουντανε.
Κι αφ’την άλλη πάλε,
όντας δεν είχενε τα μπουρίνια ντου κείνος
ο θυμωσάρης ήτονε χαρά θεού να ντα
βλέπεις έτσιδά σερίνικα να παπλακούνε στα νερά σαν τα παιδάκια..»
(αζντισμένα. Εξαγριωμένα. Ένα γκερεμέ: συνέχεια,
ησεκλεντίχουντανε: θύμωνε, σερίνικα:ήρεμα, παπλακούνε: πλατσουρίζουν).
Χαμογέλασε, ήπιε ακόμα μία γουλιά από τον καϊμακλίδικο
καφέ του και χάιδεψε με το βλέμμα του τα μικρά νησιά απέναντί του και τα μελαχρινά
παιδάκια που πλατσούριζαν στ’ ακρογιάλι δύο βήματα απ’την καρέκλα του.
Λέξεις και εικόνες φτερούγισαν στο νου του απαλά και τον
μετέφεραν σε τρυφερά μονοπάτια της μνήμης που η καθημερινότητα τα είχε σκεπάσει
με πολλή σκόνη ή πιο σωστά με το καυσαέριο της τερατούπολης όπου ζούσε. Μπροστά
το δυο-τρεις ψαράδες μάζευαν τα δίχτυα τους. Ζωντάνεψαν το ονειροπόλημα του. Στο
μυαλό του ήρθε η εικόνα της σχεδίας με το άγαλμα του Ηρακλή πάνω κι η ζεστή
φωνή της γιαγιάς του
« Ήσερναν το λοιπό
γιέκα μου εκείνη τη σκέδια αφ’τη μία μπάντα
οι αρχαίοι οι Λεθριανοί κι αφ’την
άλληνε οι Χιώτες. Όμως οι Λεθριανοί την
ησέρνανε όχι με σκοινί μα με μία μεγάληνα
χοντρή μπλεξούδα που είχανε καμωμένη αφ’τα μαλλιά τω γυναικών τως! Eτσιδάς μαθές, τους είχενε ορμηνεμένους
ένας γερο- ψαράς που ήτονε τυφλός κιόρ-
καντήλι! Άμαν ηβγάλανε το άγαλμα στη στεριά, κείνος ο γέρος ψαράς είδενε το φως
του! Κι αποθαμάξανε ούλοι ντως κι απέκεια ηγένηκε γλέντι τρικούβερτο! Και ζήσαν
αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Έτσιδά μου ήλεε κι εμένανε η γιαγιά μου.
Ετσιδάκι στα λέω κι εγώ ούλα τούτα. Παλιά ιστορία πολύ παλιά, από τότες που ηπάτησανε
οι άνθρωποι σε τούτηδά τη γης»
(Κιόρ καντήλι: θεόστραβος, ετσιδακί: έτσι ακριβώς)
Ξεχάστηκε με τις θύμησες. Ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει. Πλήρωσε
τον καφέ του και ζήτησε πληροφορίες για «εσκί γιουνάν εβλερί», παλιά ελληνικά
σπίτια. Κάποιοι τον κοίταξαν ερευνητικά,
άλλοι τον ρώτησαν αν είναι Έλληνας και προθυμοποιήθηκαν να τον κεράσουν τσάι. Πρόσφυγες
Τουρκοβόσνιοι οι περισσότεροι. Ένιωσε εκείνη τη συμπάθειά που δένει τους
ανθρώπους με κοινή μοίρα. Δεν είχε όμως χρόνο. Αρνήθηκε ευγενικά για να μην
τους προσβάλλει, τους υποσχέθηκε πως θα ξαναπεράσει. Τράβηξε προς την
κατεύθυνση που του έδειξαν πως είχε πολλά ρωμαίικα σπίτια, αν και ο μυστικός
οδηγός του τον καθοδηγούσε αλάθευτα.
«Αφ’ το γιαλό θε να προχωρήσεις κατά την ανατολή, θε ν’ ανεβείς ένα φαρδύ ανηφορικό δρομί, θε να στρίψεις κομμάτι στα δεξιά και εκειδά που
απορηχαίνει η ανηφοριά, στο αλανάκι απάνου, εκειδανά καρσί σου θε να το δεις το σπίτι μας. Δίπατο είναι με τον αϊτό
στη σκεπή. Η πόρτα η καλή είναι με δύο
κανάτια, μπογιαντισμένα γαλάζια. Το κλειδί τ’αφήκαμε στο μπουγιουντρούκι, ανάμεσα στα παρμακλίκια.
Έχει και δυο παναθύρια, ένα στα δεξιά κι ένα στα ζερβά, γαλάζια και αυτά. Στο απάνου
πάτωμα είναι τρία τα παναθύρια. Κι αφ’την αλλογύρα το περιβόλι μας που είναι τοιχογύριστο.
Θε να δεις τη μάντρα του, μπινιαλίδικια, ίσαμε δύο μέτρα μπόι. Φαίνεται και το
μπουντί μας και μετά δύο κολωνάκια που το μπουντελιάζουνε. Και τα δέντρα μας φαίνουνται
συκιές τα πιο πολλά και κάμποσες ελιές
εκειδά στο βάθος είναι. …Το πηάδι γιέκα
μου μην ξεχάσεις το πηάδι! Είκοσι πατήματα από τον τοίχο είναι κοντά στην
καρυδιά. Εκειδάκι θα βρεις γραμμένη τη
μάρκα μου. Ηλάβωσα την πέτρα με τον τσακά μου, την ήγδαρα για ν’αφήκω τα χνάρια
μου! Σα να το’ξερα..»
(απορηχαίνει: σταματά, αλανάκι: πλάτωμα, αετός: αέτωμα,
κανάτια: πορτόφυλλα και παραθυρόφυλλα, μπουγιουντρούκι: φεγγίτης, μπαρμακλίκια:
κάγκελα, αφ’την αλογύρα: από την άλλη μεριά, τοιχογυριστό: μαντρωμένο,
μπινιαλίδικια. λιθοδομημένη, μπουντί: υπερυψωμένο βεραντάκι, μπουντελιάζουν:
στηρίζουνε, πηάδι: πηγάδι, μάρκα: αρχικά, τσακάς: σουγιάς)
Η φωνή του παππού χαμήλωνε και γινόταν σιωπή μία σιωπή που
ανέμιζε στεναγμούς….
Λαχάνιασε ελαφρά. Σταμάτησε να ξεκουραστεί μαζί με την
ανηφοριά. Κοίταξε γύρω. Το είδε!
Ή μήπως του φάνηκε; Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στις λευκές
πέτρες και ένα σπίτι δίπατο μετεωριζόταν στο γαλάζιο φόντο. Πλησίασε μισοκλείνοντας τα μάτια. Το αέτωμα
στη θέση του κι ο μαίανδρος, διαπιστευτής της ιθαγένειας του, στόλιζε ακόμα το
εσωτερικό του περίγραμμα και τις ποδιές των παραθυριών. Κι η πόρτα η δίφυλλη με τον
φεγγίτη. Αυθόρμητα πήγε να σηκώσει το χέρι για να πιάσει το κλειδί…. Πισωπάτησε
και στάθηκε να το καμαρώνει. Του φάνηκε πιο
όμορφο από ότι το είχε πλάσει με τη φαντασία του. Περιποιημένο, καθαρό, ακέριο.
Μόνο που τα πορτοπαράθυρα δεν ήταν πιά γαλάζια μα πράσινα
Έκανε λίγα βήματα δεξιά. Εκεί που τελείωνε ο τοίχος του σπιτιού άρχιζε
ο μαντρότοιχος, καλοδιατηρημένος κι αυτός. Η
ματιά του τον περιδιάβηκε σε όλο
του το μήκος, μα σκόνταψε στη μικρή σιδερένια πόρτα που τον έκοβε στα δύο.
-Δεν μπορεί… θα το
θυμόμουν! Δεν μου μίλησαν ποτέ για αυτήν!
Με δισταγμό στα βήματα του, άπλωσε το χέρι του και την
ακούμπησε απαλά. Εκείνη τραβήχτηκε πίσω με ένα ελαφρό τρίξιμο, σαν καλωσόρισμα.
Σαν να τον περίμενε. Προχώρησε. Μυρωδιά ώριμων σύκων γαργάλισαν τη μύτη του. Τη
γεύτηκε ως τα βάθη της ψυχής του.
«Και τα δέντρα μας φαίνουνται, συκιές τα πιο πολλά,
άκουσε τη γνώριμη φωνή και κάμποσες ελιές».
Ασημένιες πινελιές ανάδευε το πινέλο του ήλιου ανάμεσα
στα θολά φυλλώματα. Ένα λευκό μαντήλι του φάνηκε πως ανέμιζε. Ο κήπος
περιποιημένος, ζωογονημένα τα δέντρα από
το πρόσφατο πότισμα, από νερό πηγαδίσιο!
Ναι εκεί μπροστά του «είκοσι πατήματα αφ’τον
τοίχο» βρισκόταν το πηγάδι... Πετρόχτιστο. Ο κουβάς και το σχοινί έσταζαν ακόμα «ίδρο» και αναπαυόταν πάνω στο μαγκάνι.
Ένωσε ένα τρέμουλο σ’ όλο του το κορμί που ξεπηδούσε
ανεξέλεγκτο από την ψυχή του. Άρχισε να ψηλαφεί το κοίλο τοίχωμα αργά σαν σε ιεροτελεστία. Τα χέρια του
απαλά ακουμπούσαν κάθε ικμάδα της πέτρας αναζητώντας τον «τύπον των ήλων». Έχει
αλώσει πόντο πόντο τη δεξιά πλευρά. Και να ο δεξιός του δείκτης βουλιάζει σε
μία οριζόντια χαρακιά. Με κομμένη την
ανάσα ακολουθεί τη γραμμή. Εκεί που κόβεται αρχίζει μία άλλη λοξή αυτή προς τα
μέσα, σχηματίζει οξεία γωνία με την πρώτη. Κι άλλη λοξή αποκλίνουσα προς την αντίθετη
κατεύθυνση, κι ύστερα πάλι μία οριζόντια… Σαν μικρό παιδί που κατακτά το
αλφάβητο προφέρει αργά το γράμμα που ανακάλυψε. Σ…ί…γ…μ…α! Τα χέρια του, ανεμοδαρμένα
φτερά προχωρούν λίγο δεξιότερα. Δύο γραμμές που τέμνονται διαγώνια τον
καλωσορίζουν. Ένα Χί!
-Παππού, παππού μου,,, ψιθύρισε κι ένιωσε να βυθίζεται,
ενώ το λάλημα ενός πετεινού σκαρφάλωνε στην κορυφή της μέρας.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε λίγα γαλάζια τσίτια
που τα έσχιζαν τα κλαδιά μιας καρυδιάς. Δυο πρόσωπα έσκυψαν από πάνω του. Μια
ηλικιωμένη κυρία με άσπρο μπόλινο μαντήλι- σημάδι πένθους για τους
μουσουλμάνους-κι ένας άνδρας μεσήλικας, λίγο μεγαλύτερός του.
-Πιές λίγο νερό….,άκουσε σε καθαρά ελληνικά και η γυναίκα
του έφερε στα χείλη ένα ποτήρι.
-«Ονειρεύομαι»< σκέφτηκε ο Σταύρος και άνοιξε διάπλατα
τα μάτια του, για να διαπιστώσει την αλήθεια της σκέψης του.
-Πιές, ξανάκουσε τη φωνή.
Δυο μικρές γουλιές σκόνταψαν στο λαρύγγι του. Σηκώθηκε.
Ξεσκόνισε με αμηχανία τα χέρια του. Ένιωθε ντροπή που αφέθηκε στη δίνη των
συναισθημάτων του. Τι θα σκεφτόταν οι άνθρωποι που στέκονταν μπροστά του το
ίδιο αμήχανοι…
-Είμαι ο Χουσνί και αυτή είναι η ανέ μου, η Νουρτέν
χανούμ, μίλησε πρώτος ο άνδρας. Οσκελντίν!
-Ευχαριστώ …Αυτό είν… ήταν το σπίτι του παππού μου,
ψέλλισε και τους έδειξε τα χαραγμένα αρχικά. Έχω το όνομά του… Σταύρος!
Οι νέοι οικοδεσπότες κούνησαν το κεφάλι με κατανόηση.
Έδειχναν να συμμερίζονται τα συναισθήματα του ξένου. Μία πυκνή σιωπή η απλώθηκε
ανάμεσά τους για λίγα λεπτά. Στέκονταν και οι τρεις ακίνητοι με τα μάτια στη γη
βυθισμένοι ο καθένας τις σκέψεις ή την προσευχή του. ¨Ένα μικρό μνημόσυνο
αγάπης για εκείνους που είχαν φύγει
-Πάμε μέσα παιδί μου.
Κάνει ζέστη εδώ.. άκουσα τη ζέστη γέρικη φωνή της Νουρτέν χανούμ
-Έλα να σου δείξω το σπίτι, του είπε ο Χουσνί χτυπώντας
τον φιλικά στην πλάτη
Ακολούθησαν τα αργά βήματα της ηλικιωμένης που
προπορευόταν. Ο Σταύρος ένιωθε σαν υπνωτισμένος. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει
που βρισκόταν, τι είχε βρει, πόσο φιλικοί ήταν οι άνθρωποι που συνάντησε, ενώ
συνάμα μία απορία γρατζούνισε τη σκέψη του. Πως ήξεραν ελληνικά;
Μόλις μπήκαν στο σπίτι μία γλυκιά δροσιά τον υποδέχτηκε.
«Ζεστό το χειμώνα δροσερό το καλοκαίρι… εξήντα πόντοι
χοντροί είναι τα ντουβάρι…» ήρθε η φωνή του παππού του
Η συγκίνηση τον έπνιγε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη,
καθώς περιδιάβαζε τους χώρους του σπιτιού με ξεναγό τον Χουσνί.
-Δεν αλλάξαμε πολλά πράματα… μόνο την κλειδαριά…. και
ανοίξαμε πόρτα στο μπαχτσέ. Οι γονείς μου καλά το βρήκαν αλλά άδειο!
Ο Σταύρος κοιτάζει αχόρταγα γύρω του και χαρτογραφούσε σπιθαμή προς
σπιθαμή με τα μάτια και την ψυχή του τις αγαπημένες γωνιές που έβλεπε στα
βλέμματα των δικών του όταν ακολουθούσαν την πλανεύτρα υπόκωφη φωνή της
νοσταλγίας
Μπήκαν στην καλή την κάμερα και κάθισαν στον καναπέ. Η
Νουρτέν χανούμ μ’ένα μπουκάλι κολόνια του
δρόσισε τα χέρια
-Φέρνω και το τσάι.
Έτοιμο είναι… είπε και απομακρύνθηκε
Το άρωμά του λεμονιού τον αναζωογόνησε. Στράφηκε προς τον Χουσνί που
πρόλαβε τη σκέψη του.
-Τούρκοι είμαστε Σταύρος. Η μητέρα μου ήρθε από τη Μυτιλήνη με την ανταλλαγή, μικρή ήταν.
Έμενε πλάι σε Ρωμιούς, Γείτονες….
Οι φιλενάδες της όλες Ρωμιές ήταν
και έμαθε τα ελληνικά. Και να γράφει ξέρει. Όχι πολύ καλά, μα ξέρει. Ο πατέρας μου ήρθε από την Istanbul. Τον
χάσαμε πριν από γεντί (εφτά) μήνες, κι έδειξε με τα δάκτυλα του τον αριθμό
επτά. Ο θεός να τον αναπάψει! ψιθύρισε και έφερε τα χέρια του μπροστά στο
πρόσωπό του. Ήξερε κι αυτός ρωμαίικα, συνέχισε το μονόλογο του. Έτσι έμαθα λίγα
κι εγώ. Πιο πολλά τα έμαθα στο Πανεπιστήμιο μόνος μου. Διαβάζω. Δεν ξέρω όμως καλά. Δεν γράφω. Σπούδασα
Αρχαιολογία. Έχουμε πολλά δικά σας αρχαία εδώ! τόνισε βάζοντας μία χαμογελαστή
τελεία στα λόγια του
Μπροστά τους άχνιζε στα γυάλινα
ποτηράκια το τσάι. Η Νουρτέν χανούμ όρθια περίμενε να τελειώσει την κουβέντα του ο
γιος της και να τους κεράσει
-Να φας και το γλυκό! απευθύνθηκε
στον Σταύρο. Είναι κυδώνι. Στη Μυτιλήνη έμαθε η μάνα μου να τα φτιάχνει από μία
Ρωμιά από το Αϊβαλίκ. Έγιναν φιλενάδες. Μουχατζίρισσα (πρόσφυγα) ήταν από το 14.
Μετά έμαθα κι εγώ. Πάω να τελειώσω το φαγητό. Θα είσαι μουσαφίρης μας. Εδώ θα
μείνεις. Το σπίτι μας είναι και δικό σου και τον κοίταξε βαθιά με στοργή. Ο
Χουσνί έχει να μου κάνει ένα χουσμέτι (θέλημα) και θα έρθει. Δεν θα αργήσει….συνέχισε
κοιτάζοντας τρυφερά το γιο της.
Εκείνος την ακολούθησε στην
κουζίνα. Άκουσε να μιλούν τη γλώσσα τους
για λίγο και μετά τον κτύπο της πόρτας που έκλεινε. Μόνο τα συρτά βήματα της Νουρτέν χανούμ τώρα συντρόφευαν τις σκέψεις του.
Το έχει ανάγκη ο Σταύρος να
μείνει λίγο μόνος, αν και ένιωθε τόσο όμορφα με αυτούς τους ζεστούς ανθρώπους. Ίσως κι εκείνοι να το διαισθάνθηκαν και απομακρύνθηκαν
διακριτικά. Ή μήπως…..
Όχι το ένστικτό του δεν λάθευε κι
ένιωσε ντροπή για την καχυποψία του.
«Τι σου είναι η προκατάληψη!» απολογήθηκε στον εαυτό του. Χαλάρωσε το σώμα
του και άφησε ελεύθερη η σκέψη του να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο και να συνδέσει
όλες εκείνες τις ψηφίδες της μνήμης που ανάδευε στο μυαλό του από το ξεκίνημα
του ταξιδιού του.
Ένιωθε ευτυχισμένος και πίστευε πως το ίδιο θα
ένιωθαν κι οι δικοί του όπου κι αν βρισκόταν. Κι όμως βρισκόταν εδώ! Δεν έφυγαν ποτέ από
τούτο τον τόπο! Η ματιά του καθώς
πλανιόταν στο δωμάτιο, σταμάτησε πάνω στο μπουφέ. Μια παλιά φωτογραφία με καφετιές
και μπεζ αποχρώσεις, μισοκρυμμένη σχεδόν
πίσω από κάποιες της οικογένειας, του έγνεφε. Σηκώθηκε και πλησίασε. Την πήρε στα
χέρια του που έκαιγαν.
«Ναι αυτοί είναι!» ψιθύρισε ο νους του. «Ο παππούς και η γιαγιά»
Εκείνος με κουστούμι καθισμένος
σε μια πολυθρόνα. Εκείνη όρθια στο πλάι του με ένα ανοιχτόχρωμο φόρεμα, ακουμπούσε
το χέρι της στον ώμο του. Σοβαροί και οι δύο όπως απαιτούσε το στυλ της εποχής,
μα αρκετά πιο νέοι από την εποχή που άρχισε να έχει εκείνος την ανάμνηση τους.
Ο παππούς και η γιαγιά του ήταν εδώ! Δεν
έφυγαν ποτέ! Όλα εκείνα τα συναισθήματα που φουσκώνουν στο στήθος του τον
πλημμύρισαν. Ακατάσχετοι λυγμοί τράνταζαν το σώμα του. Ακούμπησε ενστικτωδώς τη
φωτογραφία πάνω του για να μην τη βρέξει μέσα σε μία παλίρροια από δάκρυα και στηρίχτηκε στο έπιπλο.
Όταν ξεθόλωσαν λίγο τα μάτια του,
ένιωσε την Νουρτέν χανούμ να τον χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά. Τον πήρε, σαν μικρό παιδί, από το χέρι και τον οδήγησε πίσω
στον καναπέ. Κάθισαν δίπλα δίπλα. Αμίλητοι. Είπαν πολλά με τα μάτια.
-Τη βρήκα όταν ήρθα νιόπαντρη εδώ.
Σε μία γωνιά… έσπασε πρώτη τη σιωπή η γριά γυναίκα. Δεν είχε αξία για αυτούς
που πάτησαν το σπίτι. Τίποτα δεν άφησαν! Κλέφτες ήταν….Μόνο αυτή τη φωτογραφία
και μια παλιά κουρελού άφησαν… Κράτησα τη φωτογραφία. Σκέφτηκα πως είναι οι
νοικοκύρηδες του σπιτιού. Κάθε φορά που την κοιτώ, σκέφτομαι πως είμαστε
μουσαφίρηδες παιδί μου σε τούτο τον κόσμο. Τίποτα δεν είναι δικό μας ούτε τα
σπίτια ούτε η γη….
Απαλά τα λόγια της. Ο Σταύρος τα ’νιώθει
βάλσαμο στην καρδιά του. Επούλωναν τα
τραύματα από μικρές και μεγάλες απώλειες της ζωής του. Έδεναν με αρμούς αγάπης
τις ρωγμές του χρόνου. Βλάσταιναν τις κομμένες ρίζες του. Στην ψυχή του
γεννιόταν μία ασύνορη πατρίδα που αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους.
Καταλάγιασαν τα συναισθήματα και
οι σκέψεις. Έφαγε και το γλυκό κυδώνι που μοσκομύριζε αμπαρόριζα.
-Πάω να δω παιδί μου το φαγητό,
είπε η Νουρτέν χανούμ και τράβηξε για
την κουζίνα
-Σε ένα τεταρτάκι είναι έτοιμο το
φαγητό άκουσε τη φωνή της γυναίκας του
Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά το
γράμμα. Σχεδόν το τσαλάκωσε. Συνέχισε να διαβάζει.
(Κείμενο με λατινικούς
χαρακτήρες)
Έφυγε ήσυχα. Ο θεός να την αναπαύσει
Σταυρός, φίλε μου, πάντα μιλούσε
για σένα με αγάπη και σε περίμενε κάθε καλοκαίρι. Ήθελε να σου δώσει το κλειδί
το παλιό από το σπίτι που το βρήκε στο φεγγίτη πάνω από την πόρτα και ξέχασε να
σου το δώσει όταν ήρθες.
«Το κλειδί το αφήσαμε στο μπουγιουντρούκι
…άκουσε τη μακρινή φωνή….. Πήρε μία βαθιά ανάσα για να συνεχίσει….
Στη μικρή διαθήκη που μας άφησε, έγραψε για σένα ελληνικά, να το διαβάσεις. Κόλλησα
στο γράμμα την κόπια.
Να dοσετε τα κλιdιά στο στάβρος το εσκί και το γενί να
έρκετε στο σπίτι ίνε κε δικό τu όταν θέλι. Ιnsallah
Φίλε μου, σου στέλνω τα δύο
κλειδιά
Se perimeno Husni
Ο Σταύρος βγήκα στη βεράντα. Χάιδεψε
τη σγουρή φυλλωσιά της αμπαρόριζα και τη «σουλάντισε» όπως θα’λεγε και η γιαγιά
του, με τα σιγανά του δάκρυα. Στο άλλο του χέρι έσφιγγε δύο κλειδιά.
Ποτέ ένα μέταλλο δεν το ένιωσε τόσο ζεστό! Ποτέ δεν είχε πάρει ένα τέτοιο δώρο, βαθιάς,
πηγαίας ανθρωπιάς, αυτής που δικαιώνει
την ύπαρξη των ανθρώπων στη Γη!
Θυμήθηκε μία κουβέντα που έκανα συχνά με τον παππού του όταν ήταν μικρός
«Πιο πολύ ψωμί τρως με το μέλι
παρά με το ξύδι γιόκα μου. Ούλοι οι
άνθρωποι έχουν καλοσύνη μέσα τους…»
«Και οι Τούρκοι παππού;»
«Κι και οι Τούρκοι! Και ποιος
ξέρει! μπορεί όταν ξεθυμάνει καλά-καλά το μίσος που’φερε ο πόλεμος, κι εσύ να
γίνεις φίλος μ’έναν Τούρκο όπως κι εγώ κάποτε…»
Μπήκε στο σαλόνι. Πήρε από το
γραφείο του μία κόλλα χαρτί, έβγαλε το στυλό από την τσέπη του σακακιού του και
άρχισε να γράφει
«Agapimene mu file Husni…..
Το βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μπαλτά και το επιμελήθηκε ο Θοδωρής Κοντάρας
Λεξιλόγιο
Αετός. Αέτωμα
Αλανάκι. Πλάτωμα, μικρό ξέφωτο. Τρκ. alan
Αλησμονώ. Λησμονώ
Αλόγατα. Άλογα
Αλλογύρα. Άλλη μεριά
Άμαν. Άμα, όταν, μόλις.
Ανέ : μάνα τρκ. Anne
Αντζισμένα. Οργισμένα, θυμωμένα, εξαγριωμένα. Τρκ. acı
πικρό
Αποθαμάξανε. Αποθαύμασαν
Απορηχαίνει. Ξαποσταίνει, σταματά
Αφ’ το. Από το
Γιέκα. Γιόκα
Εκειδακί. Εκεί ακριβώς
Εμόνανε. Εμένα
Ένα γκερεμέ. Συνέχεια, όλη την ώρα
‘Ετσιδά. Έτσι
Ήλεε. Έλεγε. Ηλέανε. Ελέγανε
Ησεκλετίζουντανε. Σεκλετιζόταν: θύμωνε, ενοχλούνταν
Θυμωσάρης. Που θυμώνει
Καλλιότερα. Καλλίτερα.
Κανάτια. Πορτόφυλλα, παραθυρόφυλλα Τρκ. kanat. φτερό
Καρσί Απέναντι
Κι απέ (απέκει). Και έπειτα, ύστερα
Κιορ καντήλι. Σβηστό καντήλι μτφ. θεόστραβος, τυφλός.
Κομμάτι. Λίγο
Μαθές. Δηλαδή.
Μάρκα. Αρχικά
Μουχατζίρισσα. Πρόσφυγα Muhacir
Μπινιαλίδικια. Λιθοδομημένη
Μπλεξούδα. Πλεξούδα
Μπόλινο. Λεπτό, αραχνοΰφαντο
Μπουγιουντρούκι. Φεγγίτης.
Μπουντελιάζουνε. Στηρίζουνε
Μπουντί. Βεραντάκι υπερυψωμένο
Ντα. Τα
Ορμηνεμένους. Καθοδηγημένους.
Ούλοι. ‘Ολοι
Πατήματα. Βήματα
Πηάδι. Πηγάδι
Πααίνω. Πηγαίνω. Πρστ. πάαινε
Παναθύργια. Παραθύρια
Παπλακούνε. Πλατσουρίζουν
Παππούκας. Παππούς
Παρμακλίκια. Κάγγελα
Ποδιά. Το κάτω μέρος στο πλαίσιο του παραθύρου
Πρεβόλι. Περβόλι
Πρωινιά. Πρωινή
Σερίνικα. Ήρεμα, γαλήνια, πράα
Τοιχογύριστο. Μαντρωμένο με πέτρινη μάντρα.
Τσακάς-αδάκι. Σουγιάς
Χουσμέτι. Θέλημα, μικρή εηυπηρετηση
Angeliki Kitsou-Magaraki was born in Heraklion. In her
book "Eleven heirlooms, a story" includes "stories,
small, invisible, of ordinary people" from the Hellenism of Asia Minor. In
one of these "the keys" that
"love did not let rust" mentions the town of Lythri. A descendant of Lythrians fulfilling
the wish of his ancestors seeks their home at Lythri todays' Ildiri. He finds unexpected
hospitality from the new owners. The description of the feelings when he
arrives at Lythri reminded me of my own feelings when in September of 88 I
arrived in this holy land of my own ancestors.
Stavros took his mail from the front door mailbox and
hurried into the house. He sat in his favorite corner by the window
-Advertisements...brochures...bills...he monologued as
he examined the files one by one --In a few hours the food will be ready,
listen to the voice of his wife from the back of the corridor.
His heart pounded with longing as it was now the turn
of a yellow padded envelope addressed to his friend Husni from Ildiri.
- Me too, who thought you had forgotten me, Husni! he
whispered. Why you didn’t call me during my celebration day? - You have never
forgotten it for 10 years.... he continued his monologue as his fingers brushed
against something solid at the base of it’s small side
Believing that his friend was sending him a small gift
along with perhaps a greeting card, he carefully opened it. A letter on white
paper hesitantly made its appearance. Husni rarely was writing to him. They
usually exchanged cards and more often communicated by phone. He opened the
folded paper almost eagerly, forgetting the possible gift the envelope hid. His
friend's news preceded it. Husni wrote in Greeklish or, more correctly, in
Francochiotika (Greek with latin letters), which was also spoken by the old
people.
"My dear friend Stavros (text in Latin
characters)
I wish you are ok . I am sending you my wishes for
your celebration a little late but I believe you will excuse me. May you always
be healthy and happy. I didn't mean to upset you but I know you need to know.
My anne (mother) Nurten Hanim left us 15 days ago"
Stavros felt a lump in his throat and the letters
became a black mournful line on the white paper. He casually looked at the
photo on the coffee table in front of him. An old lady was smiling with her
eyes, extending her protective arms to her son Husni on the right and to
Stavros standing on her left.
His mind went
back to the old days
"Go, dear Stavris, to our village, to the
Homeland, to find our home,... don't forget it!" his grandfather's voice
came to his ears.
"Go, my son: have my wish with you," added
the grandmother, who was also from those parts.
He didn't go as long as they lived. Of many reasons as his career, a marriage that followed and was not
sterilized with a child growing up far away from him somewhere in Sweden, the procrastination of his character, all
together they let the years pass. When they passed away He felt heavy the
unpaid debt to the people who had raised him since he was five years old when
his parents immigrated to Germany and never came back,... So 10 years ago,
almost middle-aged, after however he had managed to rebuild his life, he
decided to visit "their village" and their house that he had drawn in
his heart since he was a small child.
Summer of 1995. With a rental car from Cesme, where he
had arrived via Chios, he drove 22 kilometers to Lythri. further north
"Go, dear Stavris, to our village... "Go, my
boy! My wish will follow you"
Warm voices caressed his ears along with the wet
breeze coming in from the half-open window. Although inside him he felt that
vague longing that foreshadows the meeting with something unknown and at the
same time so familiar he did not speed up.
Breathless, his eyes measured the speed of the
landscape rolling along the edges of the road. They were enjoying the euphoria
of the land and the serenity of the blue water. He turned his gaze to the left
and saw the grandfather in a boat waving his hand in a happy greeting. To his
right, vines and olives. His grandmother wearing a golden headkerchief held a large bunch of sultanas grape in her
hands and had a smile dripping with honey. He opened the window wider to dry
two droplets that appeared at the corner of his eyes. His loved ones
accompanied him. "Everything will be fine" he thought and lightly
stepped on the gas.
He stopped in the small square. An old fountain
welcomed him in Greek
Pronea of Sadik
Pasha Efendi
Expenditure of Community of Erythrai Erythrai on March 1st 1880
He filled his handfuls with cool water. It cooled his
lips and his soul. Their village had welcomed him.
He proceeded with confidence to the first cafe on the
beach. He ordered a Turkish coffee and let his gaze wander over the tame bay.
His alert senses scanned the place. He enlisted them to grasp the threads of
time to "come back" to fill the void of loss.
In front of him are the deserted islets that were once
called Hippi (Horses)
"If you were stretching out your hand you would catch them! Our islands look like horses
with their backs out of the water. Every morning we greeted each other. For
hours and hours they furiously drove the chariot of the god of the sea ... What was his name,
my son? »
"Neptune! Grandpapa"
Well done! The one who was angry all the time And on the other hand, when he wasn't angry,
it was God's joy to see them calmly splashing in the water like little
children..."
He smiled, took another sip of his steaming coffee and
gazed at the small islands in front of him and the dark-haired children
splashing on the shore two steps from his chair.
Words and images fluttered in his mind gently and transported
him to tender paths of memory that everyday life had covered with a lot of dust
or more correctly with the exhaust gas of the monster town where he lived. In
front, two or three fishermen were gathering their nets. They brought his
daydream to life. In his mind came the image of the raft with the statue of
Hercules on it and the warm voice of his grandmother
So, my son, those rafts were pulled by the ancient
Lethrians on one side and the Chiots on the other. But the Lethrians
dragged ιt not with a rope but with a big thick braid they had
made from the hair of the women! So they had been guided by an old fisherman
who was blind. When the statue was brought ashore, that old fisherman saw his
light! And they all marveled and then a great feast followed and they lived
well and we lived better. That's exactly what my grandmother used to tell me.
That's how I tell you all this. Old story long ago, ever since humans set foot
on this land"
Forgotten and remembered. The sun began to rise. He
paid for his coffee and asked for information on "eski yunan evleri",
old Greek houses. Some looked at him inquisitively, others asked him if he was
Greek and offered to treat him to tea. Most refugees are Bosnian Turks. He felt
that sympathy which binds men with a common destiny. But he didn't have time.
He politely refused so as not to offend them, he promised them that he would
come again. He drew in the direction which he was shown to have many Greek
houses, though his secret guide guided him unerringly.
From the beach you will proceed towards the east, you
will go up a wide uphill street, you will turn a little to the right and where
the uphill stops, in the small square facing you, you will see our house. It is
double with the gable on the roof. The good door has two leaves painted blue. I
left the key in the skylight, between the bars. It also has two windows, one on
the right and one on the left, blue as well. There are three windows on the
upper floor. And on the other side our orchard which is surrounded by a wall,
stone-built two meters high. You can also see our veranda and then two pillars
that support it. And our trees are visible, figs are the most numerous and
there are some olive trees in the background. ...The well don't forget the well
my son! Twenty steps from the wall is
near the walnut. You will find my initials written there. I wounded the stone
with my knife, I peeled it to leave my footprints! If only I knew.."
The grandfather's voice lowered and there was silence,
a silence that fanned sighs....
He gasped slightly. He stopped to rest along the way
uphill. Looked around. He saw it!
Or did it seem to him? The sun reflected on the white
stones and a two-story house faded against the blue background. He approached,
half closing his eyes. The pediment in place and the meander, attesting to its
citizenship, still adorned its interior outline and the window aprons. And the
double door with the skylight. He instinctively went to reach up to grab the
key…. He stepped back and stood showing it off. It seemed to him more beautiful
than he had imagined it to be. Neat, clean, intact. Except that the doors and
windows were no longer blue, but green
He took a few steps to the right. Where the wall of
the house ended, the wall of the courtyard began, also well preserved. His gaze
traveled his entire length, but he tripped over the small iron door that cut
him in two.
- It can't be... I would remember! They never told me
about her!
Hesitating in his steps, he reached out and touched it
gently. It pulled back with a slight squeak of welcome. As if it was waiting
for him. Proceeded. The smell of ripe figs tickled his nose. He tasted it to
the depths of his soul.
"And the trees are visible to us, fig trees the
most, he heard the familiar voice and some olives."
The sun's brush stirred silvery touches among the
misty foliage. A white handkerchief seemed to him to be waving. The garden is
well-kept, the trees are alive from the recent watering, from well water! Yes,
there in front of him "twenty steps from the wall" was the well...
Stone-built. The bucket and rope were still dripping with "sweat" .
He felt a trembling in his whole body that sprung
uncontrollably from his soul. He began to grope the hollow wall slowly as if in
a ritual. His hands gently touched each crevice of the stone in search of the
"sign". He has beaten the right side point by point. And his right
index finger sinks into a horizontal groove. He follows the line with bated
breath. Where it is cut, another oblique inwards begins, forming an acute angle
with the first. And another oblique diverging in the opposite direction, and
then again a horizontal one... Like a small child mastering the alphabet, he
slowly pronounces the letter he discovered. (S) ! His hands, windblown wings
advance a little further to the right. Two diagonally intersecting lines
welcome him. A Chi (HI)
-Grandpa, my grandpa,,, he whispered and felt himself
sinking, while the crowing of a rooster climbed to the top of the day.
When he opened his eyes, he saw a blue cloth tearing
at the branches of a walnut tree. Two figures bent over him. An old lady in a
white headscarf - a sign of mourning for Muslims - and a middle-aged man, a
little older than him.
-Drink some water..., he heard in clear Greek and the
woman brought a glass to his lips.
-"I'm dreaming"< thought Stavros and
opened his eyes wide, to see the truth of his thought.
-Drink, heared the voice again.
Two small gulps stumbled down his throat. He got up.
He dusted off his hands in embarrassment. He felt ashamed that he had been left
in the throes of his emotions. What would the people standing in front of him
think just as embarrassed…
- I am Husni and this is my mother, Nurten Khanum, the
man spoke first. Oskeldin (Welcome)!
- Thank you... This is... it was my grandfather's
house, he chanted and showed them the engraved initials. I have his name...
Stavros!
The new hosts nodded in understanding. They seemed to
share the stranger's feelings. A thick silence spread between them for a few
minutes. All three stood motionless with their eyes on the ground, each
absorbed in his thoughts or prayer. ¨A small memorial of love for those who
were gone
- Let's go in, my child. It's hot here.. I heard the warm
old voice of Nurten Khanum
-Come let me show you the house, Husni told him,
patting him on the back
They followed the slow steps of the old woman who was
leading. Stavros felt as if hypnotized. He still couldn't believe where he was,
what he had found, how friendly the people he met were, while at the same time
a question scratched his mind. How did they know Greek?
As soon as they entered the house a sweet dew welcomed
him.
“Warm in winter cool in summer…sixty points thick are the
walls…” came his grandfather's voice
The emotion was choking him. He could not utter a word
as he toured the grounds of the house with Husni as a guide.
-We didn't change many things... just the lock.... and
we opened the door in the garden . My parents found it well but empty! Stavros
looks insatiably around him and mapped bit by bit with his eyes and soul the
favorite corners he saw in the eyes of his people when they followed the
wandering muffled voice of nostalgia
They entered the good camera and sat on the couch.
Nurten Khanum cooled his hands with a bottle of cologne
- I'll bring the tea too. It's ready… he said and
walked away
The scent of lemon revived him. He turned to Husni who
caught his thought.
We are Turks, Stavros. My mother came from Mytilene
with the exchange, she was young. She lived next to Greek Neighbors….
Her girlfriends were all Greek and she learned Greek.
And she knows how to write. Not very well, but she knows. My father came from
Istanbul. We lost him seven months ago, and he pointed to the number seven with
his fingers. God bless him! he whispered and brought his hands in front of his
face. He also knew Greek, he continued his monologue. So I learned a little
too. I learned more at the University on my own. I'm studying. But I don't
really know. I do not write. I studied Archaeology. We have many of your
antiquities here! he pointed out, punctuating his words with a smile
The tea was steaming in the glass cups in front of
them. Nurten Khanum stood waiting for her son to finish his talk and treat them
-Eat the dessert too! addressed Stavros. It's a
quince. In Mytilini, my mother learned to make it from a Greek woman from
Ayvalik. They became friends. She was a refugee since she was 14. Then I learned
too. I'm going to finish cooking. You
will be our guest . This is where you will stay. Our home is yours too and she
looked at him deeply with affection. Husni has a little favor to do for me and
will come. It won't be long….she continued looking tenderly at her son.
He followed her into the kitchen. He heard them speak
their language for a while and then the knock of the door closing. Only the
shuffling footsteps of Nurten Khanum now accompanied his thoughts.
Stavros needs to be alone a little, although he felt
so good with these warm people. Maybe they also sensed it and discreetly moved
away. Or maybe…..
No his instinct was not wrong and he felt ashamed of
his suspicion.
"What is your prejudice!" he apologized to
himself. He relaxed his body and let his mind free to travel back in time and
connect all those pieces of memory that had been stirring in his mind since the
beginning of his journey.
He felt happy and believed that his people would feel
the same wherever he was. And yet here he was! They never left this place! His
gaze, as he wandered around the room, stopped on the sideboard. An old photo
with brown and beige tones, almost half hidden behind some of the family,
beckoned to him. He stood up and approached. He took it in his burning hands.
"Yes they are!" his mind whispered.
"Grandpa and Grandma"
The one in a suit sitting in an armchair. She was
standing by his side in a light colored dress, resting her hand on his
shoulder. Both serious as required by the style of the time, but considerably
younger than the time when he began to have their memory. His grandparents were
here! They never left! All those feelings swelling in his chest flooded him.
Uncontrollable sobs shook his body. She instinctively leaned the photo against
him to keep it from getting wet in a flood of tears and leaned against the
furniture.
When his eyes cleared a little, he felt Nurten Khanum
tenderly stroking his hair. She took him, like a small child, by the hand and
led him back to the couch. They sat side by side. Speechless. They said a lot
with their eyes.
- I found it when I came here as a newlywed. In a
corner... the old woman broke the silence first. It was of no value to those
who trod the house. They left nothing! Thieves they were….Only this photo and
an old rag left… I kept the photo. I thought they were the owners of the house.
Every time I look at it, I think that we are guests, my child, in this world.
Nothing is ours neither the houses nor the land….
Her words were soft. Stavros feels a balm in his
heart. They were healing the wounds of small and large losses in his life. They
tied the cracks of time with joints of love. They sprouted its cut roots. A
boundless homeland was born in his soul that embraced all people.
Emotions and thoughts settled down. He also ate the
sweet quince that smelled of apple geranium- I'm going to see the food, my
child, said Nurten Khanum and headed for the kitchen
- In a quarter the food is ready, he heard his wife's
voice
He held the letter tightly in his hands. He almost crumpled it. Continue reading.
(Text in Latin characters)
She left quietly. God rest her soul
Stavros, my friend, she always
was speaking of you with love and waited for you every summer. He wanted to
give you the old key from the house she found in the skylight above the door
and forgot to give it to you when you came.
"We left the key in the skylight ...he heard the
distant voice.... He took a deep breath to continue.... In the little will she
left us, she wrote for you in Greek, read it. I stuck the copy on the letter.
Give the keys to Stavros the old and the new to come to the house is his when
he wants. Insallah
My friend, I am sending you the two keys
Se perimeno (I am waiting for you) Husni
Stavros went out on the veranda. He caressed the curly
foliage of the apple geranium and "watered" it, as his grandmother
would say, with his silent tears. In his other hand he was clutching two keys.
Never has a metal felt so hot! He had never received such a gift, of deep,
spontaneous humanity, the one that justifies the existence of people on Earth!
He remembered a conversation I often had with his grandfather when he was young
“You eat more bread with honey than with vinegar, my
son. All people have kindness in them…”
"And the Turks grandfather?”
"And the Turks too! And who knows! maybe when the
hatred brought by the war will be completely forgotten, you too can become
friends with a Turk like I once did..."
He entered the living room. He took a pad of paper
from his desk, took the pen out of his jacket pocket and began to write
"Agapimene mu file Husni….. (My dear friend
Husni)……