Oι Ερυθρές ήταν πόλη των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας στην χερσόνησο της Ερυθραίας. Σύμφωνα με τον Παυσανία χτίστηκε αρχικά από Κρήτες με αρχηγό τον Έρυθρο, γιο του Ραδάμανθυ ( που κατά την μυθολογία ήταν ήρωας της Κρήτης , ένας από τους γιούς του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδώνα ). Οι Κρήτες εκδιώχθηκαν στην συνέχεια από τους Ίωνες που μετανάστευσαν στην περιοχή τον 11ο αιώνα π.Χ. περίοδο του πρώτου Ελληνικού αποικισμού. Σύμφωνα με τον Στράβωνα αρχηγός των Ιώνων ήταν ο Κνώπος, νόθος γιος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κόρδου. Ήταν μια από τις δώδεκα πόλεις της Ιωνίας που συμμετείχαν στο Κοινό των Ιώνων.
Πάνω στα ερείπια των Ερυθρών χτίστηκε το χωριό Λυθρί που το όνομά του είναι παραφθορά του αρχαίου. Ερυθραί Ερυθρί Ρυθρί Λυθρί. Οι τούρκοι σήμερα το αποκαλούν Ιλντιρί, παραφθορά του Λυθρί μιά και δεν υπάρχει στη γλώσσα τους το θ

Μετά τον 12ο αιώνα οι έλληνες της Μ. Ασίας άρχισαν να αραιώνουν λόγω των μαζικών εξισλαμισμών. Τον 18 ο – 19 ο αιώνα ενισχύθηκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί με μεταναστεύσεις από τον ελλαδικό χώρο. Στην περιοχή του Λυθριού εγκαταστάθηκαν Κρητικοί, Χιώτες και άλλοι. Πολλά ονόματα Λυθριανών είναι Κρητικά και άλλα δείχνουν καταγωγή από την Εύβοια. Η προφορά τους θύμιζε τα Χιώτικα αλλά και ο μπάλος που ήταν ο κύριος χορός του χωριού δείχνει και νησιώτικες καταβολές .

Το 1914 έχουμε εγκατάσταση Μουσουλμάνων στα παράλια ανάμεσά τους και των Τουρκοκρητικών. Αυτοί οι πληθυσμοί υποκινούνταν από την Τουρκική κυβέρνηση κατά των ελλήνων. Η επικείμενη είσοδος της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν πρόσχημα για να εκδιώξει τους Έλληνες τον Μάιο του 1914 με την καθοδήγηση των συμμάχων τους Γερμανών ώστε να εκκενωθεί η περιοχή απέναντι από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου για στρατιωτικούς λόγους. Άρχισε μια ανθελληνική εκστρατεία του τύπου, καταπίεση και εξαναγκασμός των Ελλήνων για δήθεν «εκούσια» μετανάστευση, λεηλασίες, δολοφονίες. Μετατοπίσεις πληθυσμών έγιναν και από τις ακτές στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Μια μορφή καταπίεσης ήταν τα Αμελέ ταμπουρού(τάγματα εργασίας) για άνδρες άνω των 45 ετών όπου πολλοί πέθαναν από πείνα, κακουχίες, αρρώστιες. Είχαμε κύμα φυγής προς την Ελλάδα(πρώτος διωγμός). Τότε ο παππούς Ιωάννης γιός του ιερέα του Λυθριού Κωσταντίνου Στριμπούλη εξαδέλφου του Ανδρέα Συγγρού και η γιαγιά Ουρανία με τα παιδιά τους κατέφυγαν στον Πειραιά στα Μανιάτικα. Στο διωγμό γεννήθηκε η μητέρα μου Αγγελική. Κάποιες αδελφές της γιαγιάς πήγαν τότε στην Κρήτη και αδέλφια του παππού στο Κιάτο Κορινθίας.

Τα 1919 γίνεται η απόβαση του Ελληνικού στρατού και επιστρέφουν οι εκτοπισμένοι. Η οικογένεια μας επιστρέφει στο Λυθρί που το βρίσκει ρημαγμένο(σπίτια χωρίς πόρτες και ταβάνια, κτήματα που είχαν ρημάξει) και ξεκινά τη ζωή από την αρχή. Οι Λυθριανοί στρατεύτηκαν και υπηρέτησαν μέχρι την κατάρρευση του μετώπου στον ελληνικό στρατό. Ανάμεσα τους και οι θείοι Αντώνης Στριμπούλης και Αντώνης Νικάκης. Το 1922 με την κατάρρευση του μετώπου η οικογένεια περνά απέναντι στην Χίο και μετά περιπέτειες καταλήγει στην επαρχία Σητείας. Φυγή με φόντο τις φλόγες του πολέμου την τραγωδία του ξεριζωμού και ένα μυθιστορηματικό φλογερό ειδύλλιο ανάμεσα στην μεγαλύτερη αδελφή της οικογένειας και ένα κρητικό βαθμοφόρο της ελληνικής χωροφυλακής. Άλλοι χάθηκαν άλλοι σκόρπισαν σαν τα πουλιά και κατέληξαν αλλού. Ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων του Λυθριού ήρθαν στην Αττική και δημιούργησαν μαζί με άλλους πρόσφυγες από την χερσόνησο της Ερυθραίας την Νέα Ερυθραία. Εδώ τα τελευταία χρόνια ξαναέχτισαν τον ναό της Αγίας Ματρώνας.

Αυτό το μπλόγκ είναι ένας φόρος τιμής στους Προγόνους που έζησαν στις Ερυθρές στη συνέχεια Λυθρί και τα κόκαλά τους είναι σκορπισμένα σε αυτήν την ιερή γη και στη μνήμη αυτών που έζησαν την τραγωδία του ξεριζωμού όπως η γλυκεία μου μάνα




Erythrai was built on the west side of the peninsula of Erythraea near the westernmost point of Asia Minor.
According to Pausanias, the city was originally built by Cretans, led by Erythros son of Radamanthys (who according to mythology, was a hero of Crete, one of the sons of Zeus and Europa, brother of Minos and Sarpidon). In the years ahead
in the 11th century BC, during the period of the first Greek colonization immigrated Ionians established here . According to Strabo leader of the Ionians was Knopos, illegitimate son of the legendary king of Athens Kordos

The city was one of the twelve cities of Ionia, who participated in the Common of Ionians
Upon the ruins of Erythrai was built the village of Lithri whose name is a corruption of the ancient

After the 12th century, the Greeks of Asia Minor began to thin due to massive islamization. In 18th - 19th century the Greek populations were strengthened with migrations from other parts of Greek peninsula and islands.

In 1914 were installed in the shores of Asia Minor muslims from Balkans. These people were motivated by the Turkish government against the Greeks. The imminent entry of Turkey in the First World War was a pretext to expel the Greeks in May 1914 under the guidance of the allies of Turks the Germans in order to evacuate the area near the eastern Aegean islands for military purposes. An anti-Greek campaign started in the turkish press, they increased the oppression and they forced the Greeks supposedly “voluntary” to migrate in a orgy of looting and murders. Shifts in population were from the coast to the interior of Asia Minor. One form of oppression was Amele Taburu (work orders) for men over 45 years where many died of hunger, suffering, sickness. It was in those “work orders” where hundred of thousand Greeks and 1,5 million Armenians were lost. We hade a wave of flight to Greece (first persecution). Then my grandfather and grandmother with their children fled to Piraeus . During the persecution was born my mother. Some sisters of grandmother then went to Crete and brothers of grandfather to Kiato Corinth.

In 1919 we have the landing of the Greek army for the liberation of Asia Minor and with it returned the displaced. Our family came back in Lithri finding it ravaged (houses without doors and ceilings, ravaged farms, looted churches) and starts their life again. Men of Lithri as of other parts of Asia Minor joined and served until the collapse of the front in the Greek army. Between them two uncles. In 1922 after many errors in Greek strategy and because of the betrayal of our former allies the Anglo-Franks who abandoned us when Kemal gave them what they wanted (Petrols in Mosule etc.) , the front was collapsed .

Avoiding the persecutions greek populations run to the near islands in order to be saved and from there ware landed on the main Greece. With them my family passed first through the island of Chios and finally ended after many adventures in Crete in the province of Sitia. An adventure having as a background the flames of war, the tragedy of uprooting and a fiery fictional romance between the older sister of the family and a Cretan rank of Greek gendarmerie. Others were lost others scattered like birds and led elsewhere. A large number of Lithrians were landed in Attica and established with other refugees from the peninsula of Erythraea, in an area near Athens giving to the new settlement the name New Erythrea. There resently they built the church of St. Matrona.

In Lithri called Ildiri after 1922 were established Balkanians ancestors of Christians convertors to Islam. The churches were demolished under an organized plan by turkish government to destroy the Greek presence, and now are remaining only some ruins.

This blog is a tribute to my Ancestors who lived in Erythrai- Lithri whose bones are now scattered in this holy land, and in memory of those who suffered the tragedy of uprooting as my sweet mother.



Ερυθρές –Λυθρί
Μετάφραση από το άρθρο: In Search of Roots: The Lost Hellenic Communities of Tsesme Province, της Κατερίνας Τσούνη στην εφημερίδα της ομογένειας της Αμερικής Greek News 19 Ιανουαρίου 2009 :
Ήταν γνωστό σαν Λυθρί στους βυζαντινούς χρόνους και ήταν ένα μικρό χωριό. Έχει βυζαντινά και ελληνικά ερείπια. Η ελληνική ιστορία του χωριού φαίνεται να έχει τελειώσει τον 13ο αιώνα, όταν η επισκοπή των Ερυθρών μεταφέρθηκε στον Τσεσμέ. Από τον 17ο αιώνα, το χωριό επανιδρύθηκε. Στα 1900, υπήρχαν 1535 άτομα. Το 1921, ένα χρόνο πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, οι κάτοικοι του χωριού αριθμούσαν 1800 άτομα. Η εθνοτική σύνθεση ήταν Έλληνας Ερυθραίοι μετανάστες από τη Χίο και την Κρήτη. Ο ναός τους του Αγίου Χαραλάμπου είναι υψηλά σε ένα λόφο δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο των Ερυθρών. Η εκκλησία της Αγίας Ματρώνας του 17ου αιώνα είναι σε μια κοντινή κορυφή. Κατά τον Στεφανίδη «Λειτουργούσαν στην πόλη ένα σχολείο αρρένων των 60 μαθητών και ένα σχολείο θηλέων σαράντα μαθητών ». Η κοινότητα των εμπόρων του Λυθριού έστειλε τους καλύτερους μαθητές τους στο εξωτερικό για τις προηγμένες σπουδές στη Μασσαλία και στην Πράγα . Οι χωρικοί ήταν πλούσιοι και είχαν τα μέσα για να στείλουν τη νεολαία τους στο εξωτερικό για σπουδές.
Είχαν πολλά ξωκλήσια στα χωράφια, όπου καλλιεργούνται βαμβάκι, το σιτάρι και καπνό, λουλούδια, αμυγδαλιές και ελιές, αμπέλια είχαν επίσης κεραμικά και αλιευτικές επιχειρήσεις . Οι απόγονοί τους είναι στη Χίο, τις Οινούσσες και τη Νέα Ερυθραία Αττικής. Το σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι νησιώτες του Αιγαίου είχαν μια συνεχή κίνηση κατοίκησης και εμπορίου με τη Μικρά Ασία. Έχτισαν εκεί παροικίες και έζησαν για λόγους εργασίας. Επέστρεψαν στα νησιά τους, όταν το έργο περατώνεται.
Οι θερινές εξοχικές κατοικίες των κατοίκων της Κάτω Παναγίας ήταν στις Ερυθρές, το σημερινό Ildir

Ένας σημαντικός χώρος στο αρχαιολογικό μουσείο της Σμύρνης είναι αφιερωμένος στην αρχαία πόλη Ερυθρές. Ευρήματα από πρόσφατες ανασκαφές περιλαμβάνουν κεραμική, μικρές προσφορές σε χαλκό και ελεφαντόδοντο από το 670 - 545 π.Χ. Τα αγάλματα από ελεφαντόδοντο είναι Κρητικού και Ροδιακού στυλ. Ένα γλυπτό κόρης βρέθηκε. Είναι ένα από τα πρώτα παραδείγματα ενός μεγάλου μαρμάρινου γλυπτού από τους αρχαίους χρόνους. Ο Παυσανίας είπε ότι οι Ερυθρές χτίστηκαν από Κρητικούς και κατοικήθηκαν από Λύκιους, Κάρες και Παμφύλιους. Η πόλη καταστράφηκε από τους Πέρσες, μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Διοικήθηκε από τον 9ο αιώνα π.Χ. από την Αθήνα. Γκράφιτι σε μια κούπα είναι από τον 6ο αιώνα π.Χ. και δείχνουν ότι οι προσφορές ανήκαν στο Ναό της Αθηνάς Πολιάδος . Οι μικρές μπρούντζινες φιγούρες λιονταριών είναι από το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.. Μοιάζουν με το μεγάλο άγαλμα του λιονταριού από το Bayindir που βρίσκεται στο Μουσείο της Σμύρνης. Τα μικρά ευρήματα είναι τα πρώτα Ιωνικά δείγματα τύπου λιονταριού, που χρησίμευσαν ως μοντέλα για τους Ετρούσκους καλλιτέχνες (πρώιμους Ιταλούς). Τα τεχνουργήματα είναι από μια τομή στην κορυφή της Ακρόπολης των Ερυθρών .

Ο Ηρόδοτος αναφέρει στην Ιστορία του, ότι "ο Ναός της Αθηνάς Πολιάδος στις Ερυθρές ήταν γνωστος στον αρχαίο κόσμο για τις περίφημες ιέρειες γνωστές σαν η Σίβυλλα." Σύμφωνα με την ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, ήταν γυναίκες με την δωρεά των προφητικών δυνάμεων εκ μέρους του θεού Απόλλωνα. Η Ερυθραία Σίβυλλα ζωγραφίστηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο από το 1508 - 12 σε μια τοιχογραφία από το παρεκκλήσι Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό. Η πιο διάσημες Σίβυλλες ήταν αυτές των Ερυθρών και της Κύμης …….. κοντά στη Νάπολη της Ιταλίας. Η Ερυθραία Σίβυλλα πούλησε τα Σιβυλλικά βιβλία στον Ταρκίνιο τον τελευταίο βασιλιά της Ρώμης, τα οποία στεγάστηκαν στο ναό του Δία στο λόφο του Καπιτωλίου στην Ρώμη.

Erythrae –Lithri
From the article : “The lost Hellenic Communities of Tsesme province” by Catherine Tsounis in the Greek-American weekly newspaper Greek-News. January 19, 2009:

It was known as Lithri in Byzantine times and was a small village. It has Byzantine and Greek ruins. The Greek history of the village appeared finished in the 13th century, when the diocese of Erythrae was transferred to Tseme. From the 17th century, the village was reestablished. In the 1900ʼs, there were 1535 persons. In 1921, one year before the Asia Minor catastrophe, the villagers numbered 1800 persons. The ethnic composition was Greek Erythraean, immigrants from Chios and Crete. Their church of Saint Haralambos is high on a hill next to the archaeological site of Erythrae. The 17th century church of Agia Matrona is on a nearby peak. “A boyʼs school of 60 students and girlʼs school of forty students operated in the town,” said Stefanides. The merchant community of Lithri sent their best students overseas for advanced studies in Marseilles and Prague. The villagers were wealthy and had the means to send their youth overseas for study. They had many country chapels in the farm fields, where they cultivated cotton, wheat and tobacco, flowers, almond and olive trees, grape vineyards, ceramics and fishing industries. Their descendants are in Chios, Oinousses and Nea Erythrae in Attica. The point that must be stressed is that the Aegean islanders had a constant movement of habitation and trade with Asia Minor. They built colonies and lived there for work purposes. They returned to their islands when their work terminated.
In Erythrea were the summer home residences of people of the village Kato Panagia todays Tsiflik

A significant space is dedicated from the ancient city of Erythrae in the Izmir archaeological Museum. Findings from recent excavations include pottery, small offerings in bronze and ivory from 670-545 B.C. The ivory statues are of Cretan and Rhodian style. A Korean sculpture was found. It is one of the first examples of a large marble sculpture from Ancient times. Pausanias said Erythrae was built by Cretans and inhabited by Lycians, Carians and Pamphylians. The city was destroyed by the Persians after the mid 6th century B.C. It was ruled from 9th century B.C. by Athens. Graffiti on a bowl is from 6th century B.C. indicate the offerings belonged to the Temple of Athena Polis. The small lion figurines in bronze are from the first half of 6th century B.C. They resemble the large Lion statue from Bayindir that is in the Stoneworks Museum of Izmir. The small findings are the earliest Ionian examples of a lion type, that served as models for Etruscan artists (early Italians). The artifacts are from a trench on top of the Erythrae Acropolis.

Herodotus states in his History that “the Temple of Athena Polias at Erythrae was famous in the ancient world for their famous priestesses known as the Sibyl.” According to Greek and Roman mythology, they were women bestowed with prophetic powers by the God Apollo. The Erythaean Sibyl was painted by Michaelangelo from 1508-12 in a fresco from the Sistine chapel, Vatican. The famous Sibyls were the Erythraean and the Cumaean Sibyl who presided over the Apollonian oracle at Cumae, a Greek colony located near Naples, Italy. The Erythraean Sibyl sold the Sibylline books to Tarquin, the last King of Rome, that were housed in the Temple of Jupiter on Capitoline Hill in Rome.





Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Το Λυθρί κατά την περίοδο των Τουρκικών εμιράτων και την Οθωμανική περίοδο. Lythri during the period of Turkish emirates and Ottoman Period

Το Ελληνικό χωριό Λυθρί στα χρόνια της τουρκοκρατίας αναφερόταν αρχικά σαν Iλντιρέν και μετέπειτα σαν Ιλντίρ όνομα που του ξαναδόθηκε μετά τον ξεριζωμό των Ελλήνων το 22. Όμως όπως αναφέρει η αρθρογράφος: Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι κατά την περίοδο των Εμιράτων και της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι του χωριού είναι Έλληνες εδώ και αιώνες. Προφανώς λοιπόν όλους τους αιώνες το όνομα θα ήταν Ριτρί-Ρυθρί- Λυθρί, παραφθορά του Ερυθραί-Ερυθρί. Του ιδίου παραφθορά πρέπει να είναι και τα τουρκικά Ιλντιρέν-Ιλντιρί

Παρόλο που οι Ερυθρές και τα περίχωρα είναι γνωστό ότι ήταν υπό τον έλεγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 13ου αιώνα, η περιοχή της Σμύρνης κυριαρχήθηκε από τον Σάσα Μπέη για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και μετά αρχίζει η περίοδος των εμιράτων για αυτήν την περιοχή όταν ο Αϊντίνογλου Μεχμέτ Μπέης Aydınoğlu Mehmet Bey κατέκτησε αυτά τα μέρη. Δεδομένου ότι δεν μπορούν να βρεθούν συγκεκριμένα στοιχεία για την ιστορία των Ερυθρών  σε αυτήν την περίοδο, αυτά προέρχονται από την ιστορία του Τσεσμέ που μετατράπηκε σε σημαντικό κέντρο της οθωμανικής περιόδου. Ο Ουμούρ Μπέης Umur Bey, γιος του Αϊντίνογλου Μεχμέτ Μπέη, πέρασε στη Χίο που απέχει 30 χιλιόμετρα από τις Ερυθρές για να την καταλάβει και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Καντακουζηνός του έδωσε την κυριαρχία του νησιού και αυτό δείχνει ότι και οι Ερυθρές είναι επίσης υπό τον έλεγχο του.

Μετά τον Ουμούρ μπέη, ο Χιζίρ μπέης  Hızır Bey και ο Ισά μπέης  İsa Bey ανέλαβαν τον έλεγχο του Εμιράτου των  Αϊδινίδων Aydınoğulları. Αν και ο Γιλντρίμ Βαγιαζήτ  Yıldırım Bayezid κατέλαβε την περιοχή, οι Αίδινίδες  ανέλαβαν τον έλεγχο μετά τον πόλεμο του Tαμερλάνου στην Άγκυρα, αλλά η περιοχή καταλήφθηκε ξανά από τους Οθωμανούς όταν ο Τζιουνεΐτ Μπέης Cüneyt Bey (ο γαμπρός του Ουμούρ μπέη ΙΙ) εκτελέστηκε στην εποχή του Μουράτ του Β. Στην εποχή του Τσελεμπή Μεχμέτ, ο Μπορλουκτζέ Μουσταφά Börklüce Mustafa ξεσηκώθηκε ενάντια στους εκβιαστικούς φόρους και τις αδικίες που ενώθηκε με τους χριστιανούς στην περιοχή το 1415-1416, η εξέγερση έληξε όταν εκτελέστηκε ο Μπορλουκτζέ και η Δυτική Ανατολία κυριαρχήθηκε πλήρως στην εποχή του Μουράτ του Β  όταν ανέβηκε στον θρόνο για δεύτερη φορά μετά τον Τσελεμπή Μεχμέτ.   

Δεν είναι δυνατόν να φθάσουμε σε συγκεκριμένα στοιχεία για τις Ερυθρές μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα, εκτός από τις ιστορίες των γύρω οικισμών. Στην εποχή του Φατίχ (Πορθητή) Σουλτάν Μεχμέτ, το όνομα του Ιλντερέν İlderen συναντάται για έναν κήπο μαστιχόδεντρων  σε ένα διάταγμα που χρονολογείται το 1467, τα μαστιχόδεντρα είναι ενδημικά του νησιού  της Χίου, αλλά δεν υπάρχει τέτοιο μέρος στη Χίο που να ονομάζεται Ιλντιρέν και σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση αυτής της εποχής η περιοχή ανήκει στο Αϊδίνι, το (τουρκικό) όνομα του Ιλντιρέν  μπορεί να υποδηλώνει το Λυθρί (μετέπειτα) Ildır  στο Αϊδίνι ή μπορεί να είναι ένα προηγούμενο όνομα του Ildır στη διαδικασία μετατροπής του ονόματος.

Στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα, το όνομα Ildır βρίσκεται στις πηγές, με κύρια πηγή για αυτήν την εποχή και αυτή την περιοχή να είναι το Kitab-ı Bahriye (Βιβλίο Πλοήγησης) του Πιρί Ρέις  Piri Reis (ναυτικού και νάυαρχου) με λεπτομερείς πληροφορίες και πολύ ακριβείς χάρτες για την εποχή της. Υπάρχουν δύο εκδοχές του Kitab-ı Bahriye, η πρώτη εκδόθηκε το 1521 και η δεύτερη το 1526. Ο Πίρι Ρέις αναφέρει τα «νησιά Koyun, (Οινούσσες) το νησί Kara και τον κόλπο Ildırı» στο βιβλίο του και δίνει τους λεπτομερείς χάρτες για τις ακτές της θάλασσας στη Χίο. και το Ildır σε δύο κλίμακες

Ο δεύτερος χάρτης δείχνει το Ildır και τα γύρω του, ο ποταμός που αναφέρεται ως Aλέων ή Αλέος σε  αρχαία κείμενα σημειώνεται ως Ma-i Ildırı που σημαίνει νερό Ildırı. Το Karye-i Ildırı γράφεται αργότερα και σημαίνει χωριό Ildır όπως είναι γνωστό σήμερα. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τον δεύτερο χάρτη, μπορεί να ανακαλυφθεί ότι ο Πίρι Ρέις σχεδίασε ένα περίγραμμα με υπολείμματα στο εσωτερικό που μπορεί να δείχνει την ακρόπολη με ερείπια και σπίτια πάνω και γύρω από αυτήν. Υπάρχει μια άλλη πηγή που αναφέρεται στο χωριό Ildır που χρονολογείται κοντά μετά τον χάρτη του Πίρι Ρέις  ένα έγγραφο που αναφέρει τον αριθμό των τιμαρίων (γεωργική γη που κατείχε η αυτοκρατορία αλλά δόθηκε στα μέλη του οθωμανικού στρατού) και φόρους, το χωριό Ildır αναφέρεται ως οικισμός με 60 κατοικίες.

Συγκρίνοντας το ποσό των φόρων που ελήφθησαν, το Ildır θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένας πλούσιος οικισμός για εκείνη την περίοδο, το έγγραφο χρονολογείται στο 1530. Στην εποχή του Σουλεϊμάν Α' (Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς) ο κόλπος του Τσεσμέ απέκτησε μεγαλύτερη σημασία από τη Σμύρνη ως πύλη προς το  ξένο εμπόριο αφού στη Χίο συγκεντρώνονται Γενοβέζοι έμποροι. Το 1575, ο πληθυσμός του Ildır τεκμηριώνεται ως 135 και ο συνολικός φόρος καταγράφεται σε 24750 akça (άσπρα, νόμισμα της εποχής).

Δεδομένου ότι πολλά έγγραφα στα αρχεία χάθηκαν εντελώς στη Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης το 1922, υπάρχει ένα κενό μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα έως ότου αρχίσουν να επισκέπτονται την τοποθεσία δυτικοί ερευνητές και ταξιδιώτες. Οι Ερυθρές έγιναν μάρτυρες αρχαιολογικών ερευνών από τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο πρώτος περιηγητής που αναφέρει το όνομα των Ερυθρών είναι ο Τουρνεφόρ Tournefort, αλλά αναφέρει ότι η πόλη Τσεσμέ που επισκέφτηκε στις αρχές του 18ου αιώνα μπορεί να είναι οι Ερυθρές. Ο Τσάντλερ Chandler μπορεί να περιγραφεί ως ο πρώτος ταξιδιώτης που επιβεβαιώνει ότι η αρχαία πόλη των Ερυθρών βρίσκεται στο χωριό Λυθρί Ildır, αλλά ο Πίρι Ρέις κατέγραψε επίσης τα ερείπια στον χάρτη του Ildır. Ο Chandler δηλώνει ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος κατοικιών ή σημερινού οικισμού γύρω από τα ερείπια της αρχαίας πόλης, επομένως έπρεπε να φύγει αφού δεν ένιωθε ασφαλής.

Ένας άλλος περιπετειώδης ταξιδιώτης που επισκέφτηκε τη Μικρά Ασία στις αρχές του 19ου αιώνα είναι ο Ληκ Leake, δεν επισκέφτηκε την τοποθεσία όπως και ο Τουρνεφόρ, ωστόσο δίνει σωστές αναφορές στην τοποθεσία των Ερυθρών, αναφέρει ότι «Τα λείψανα των Ερυθρών βρίσκονται αρκετά σε στα βόρεια του Tshishme (Çeşme), σε ένα λιμάνι προφυλαγμένο από τα νησιά, που αρχαία ονομαζόταν Ίπποι. Η αφήγηση του Hamilton.Χάμιλτον για την επίσκεψή του στις Ερυθρές θα μπορούσε να είναι πιο αξιόπιστη λαμβάνοντας υπόψη ότι έμεινε στο χωριό για μια εβδομάδα μετά την άφιξή του στις 6 ιανουαρίου 1836, και  αναφέρει ότι ο οικισμός ονομάζεται από τους κατοίκους Ρυθρί και το σύγχρονο αυτό χωριό βρίσκεται μαζί με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Αν και ο Texier επισκέφτηκε επίσης τον τόπο, προτιμά να μεταφράζει και να επαναλαμβάνει την αφήγηση του Hamilton.

Ξεκινώντας από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι έρευνες για τις Ερυθρές αυξάνονται από ερευνητές όπως οι Le Bas-Waddington, Buresch, Boechk, Curtius. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι Lamprechts και Gabler ερεύνησαν λεπτομερώς την ιστορία της τοποθεσίας, αναφέρουν την τοποθεσία ως Λυθρί Λυτρί Ρυτρί  Lythri, Litri ή Ritri.

Στη συνέχεια, ο Βέμπερ επισκέφτηκε την τοποθεσία το καλοκαίρι του 1900. Λόγω των διοικητικών κανονισμών και των διαιρέσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είναι ευκολότερο να προσεγγίσουμε συστηματικά δεδομένα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Σε ένα ετήσιο (salname στα τουρκικά) του 1895-1896, το χωριό Ildır τεκμηριώνεται ως χωριό Yeldiri στον δήμο Çeşme (kaza στα τουρκικά), στην περιοχή İzmir (σαντζάκ στα τουρκικά), στην επαρχία Aydın (βιλαέτι στα τουρκικά).

Ο διοικητικός ορισμός του χωριού παρέμεινε ο ίδιος μέχρι τον Πόλεμο

Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι κατά την περίοδο των Εμιράτων και της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι του χωριού είναι Έλληνες εδώ και αιώνες.

Υπάρχουν πολλά οικοδομήματα από τα οποία λείψανα ή υπάρχουν οι δομές που έχουν απομείνει από αυτήν την περίοδο.  Ο παραδοσιακός κτιριακός ιστός καταστράφηκε στη περίοδο της Τουρκικής δημοκρατίας μετά την ανταλλαγή πληθυσμών

The Greek village of Lythri during the years of Turkish rule was initially referred  as Ildiren and later as Ildir, a name that was given again after the uprooting of the Greeks in 22. But as the columnist mentions: It should not be overlooked that during the period of the Emirates and the Turkish rule, the inhabitants of of the village have been Greeks for centuries.  So obviously throughout the centuries the name would have been Ritri-Rythri-Lythri. A corruption of Erythrae-Erythri. The Turkish Ildiren-Ildiri must be a corruption of the same name

Even though Erythrai and surrounding is known to be under the control of Byzantine Empire at the beginning of 13th century, İzmir region was dominated by Sasa Bey for a short period then principalities period begins for this region when Aydınoğlu Mehmet Bey conquered these places. Since there can not be found specific data about the history of Erythrai/ Ildır in this period, it is derived from history of Çeşme which turned into an important center in Ottoman period.  Umur Bey, the son of Aydınoğlu Mehmet Bey, cruised to Chios (Sakız island) to conquere which is 30 km away from Erythrai and Byzantine emperor Kantakuzenos gave the domination of the island to him and that indicates that Erythrai is also under the control of Umur Bey.

After Umur Bey, Hızır Bey and İsa Bey orderly took the control of Aydınoğulları Principality.  Although Yıldırım Bayezid captured the region, Aydınoğulları took the control back after Ankara War of Timurlenk but the region was taken again by the Ottoman when Cüneyt Bey (the son-in-law of Umur Bey II) was executed in the age of Murat II. In the age of Çelebi Mehmet, Börklüce Mustafa rised against extortionate taxes and injustices uniting with Christians in the region in 1415-1416, the revolt was ended when Börklüce Mustafa was executed and West Anatolia was completely dominated in the age of Murat II when he ascended to the throne for the second time after Çelebi Mehmet. 

It is not possible to reach specific data about Erythrai between the 13th and 15th century except for the stories of surrounding settlements. In the age of Fatih Sultan Mehmet, the name of İlderen is encountered for a gumwood garden in an edict dated to 1467, gumwoods are endemic for Chios island but there is no such place in Chios called İlderen and according to administrative division of that age this region is belonged to Aydın, the name of Ilderen might indicate Ildır in Aydın or might be a former name to Ildır in the transformation process of the name.

In the first half of the 15th century, Ildır name is found in the sources, primary source for this age and this region is Kitab-ı Bahriye (Book of Navigation) by Piri Reis with detailed information and very accurate maps for its time. There are two versions of Kitab-ı Bahriye, the first one was published in 1521 and the second one in 1526. Piri Reis mentions “Koyun islands, Kara island and Ildırı gulf” in his book and gives the detailed maps about sea shores in Chios and Ildır in two scales

The second map  shows Ildır and surrounding, the river mentioned as Aleon or Aleos in ancient texts is remarked as Ma-i Ildırı meaning Ildırı water. Karye-i Ildırı is written later on and it means Ildır village as it is known at present. Looking more carefully to the second map, it can be discovered that Piri Reis drew a border with remains inside that can indicate to the acropolis with remains and houses on and around it. There is another source referring to Ildır village dated close after Piri Reis’s map, a document giving the number of tımars (agricultural land possessed by the empire but given to the members of Ottoman military) and taxes, Ildır village is referred as a settlement with 60 dwellings.

Comparing the amount of the taxes taken, Ildır might be described as a wealthy settlement for that period, the document is dated to 1530. In the age of Suleiman I (Suleiman the Magnificent) Çeşme gulf gained importance more than Smyrna as a portal to foreign trade since Genovese merchants are gathered in Chios.                                                                                                                                         

In 1575, the population of Ildır is documented as 135 and the total tax is recorded as 24750 akça (currency of the time).

Since many documents in the archives were totally lost in the Great Fire of Smyrna in 1922, there is a gap between the 16th and 18th century until western researchers and travelers start to visit the site. Erythrai witnessed archaeological survey since the beginning of the 18th century. The first traveler who mentiones the name of Erythrai is Tournefort but he states that Çeşme town that he visited at the beginning of the 18th century might be Erythrai.                                                                                         

Chandler might be described as the first traveler who confirms that Erythrai ancient city is in Ildır village but Piri Reis also documented the remains in his Ildır map. Chandler states that there is no trace of dwellings or a present settlement around the remains of ancient city therefore he had to leave since he did not feel safe.

Another adventurous traveler who visited Asia Minor at the beginning of the 19th century is Leake, he did not visit the site like Tournefort as well however he gives correct references to the location of Erythrai, he states that “The remains of Erythrae are found considerably to the northward of Tshishme (Çeşme), in a port sheltered by the islands, anciently called Hippi.”Hamilton’s narration of his visit to Erythrai might be more reliable by taking into consideration that he stayed in the village for a week after his arrival on January 6, 1836, he states that the settlement is called Rithri by the inhabitants and this modern village is located along with the archaeological remains.

Although Texier visited the site, too, he prefers to translate and repeat Hamilton’s narration. Beginning from the middle of the 19th century, researches about Erythrai increase by reserchers like Le Bas-Waddington, Buresch, Boechk, Curtius. In the second half of the 19th century, Lamprechts and Gabler investigated the history of the site in detail, they mention the site as Lythri, Litri or Ritri.

Afterwards, Weber visited the site in the summer of 1900. Due to the administrative regulations and divisions in Ottoman Empire, it is easier to reach systematic data beginning from the end of the 19th century. In an annual (salname in Turkish) of 1895-1896, Ildır village is documented as Yeldiri village in Çeşme township (kaza in Turkish), İzmir district (sancak in Turkish), Aydın province (vilayet in Turkish).

The administrative definition of the village remained same until The War It shouldn’t be overlooked that during the Period of Principalities and Ottoman, the inhabitants of the village are Greek for centuries. There are many edifices of which remains or the structures exist left from this period. Traditional building fabric was destroyed in Republican period after the population exchange

Data: DISCUSSIONS ON INTEGRATION OF RURAL AND ARCHAEOLOGICAL LANDSCAPES IN ILDIR/ ERYTHRAI BY SÜREYYA TOPALOĞLU

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Τιμητική επιγραφή από τη Βουλή και το Δήμο των Ερυθρών για την ιέρεια της θεάς Δήμητρας Ζωσίμη. Επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό Άριτζα. Honorary inscription by boule and demos of Erythrae for Zosime, priestess of Demeter. Inscription found in the village Aridza

Στον Άριτζα χωριό νότια από το Λυθρί και τις αρχαίες Ερυθρές  στο σπίτι του Δημητρίου Τραμπακουλάκη, βρέθηκε (γύρω στο 1878-80) θραύσμα λευκού μαρμάρου εντοιχισμένο στον τοίχο. Υψ. 0,10. Πλ. 0,21.Να θυμίσουμε πως το επίθετο Τραμπάκουλας έφεραν και Αλατσατιανοί.                                                             

Η βουλή και ο δήμ[ος ετεί-

μησεν Ζωσίμ[ην …

γονης ιέρειαν Δ[ήμη-

τρος θεσμοφόρ[ου ..

-σης ιερασαμέ[νην έτη

Τεσσαράκοντα [ευσε-

βείας ένεκεν τ[της

πρ]ός τας θεάς

[-]ματαμους[-]

[-]τ…[-]

Η Ζωσίμη φαίνεται να άσκησε την ιεροσύνη ισόβια. Ο πληθυντικός “προς τας θεάς” δηλώνει ότι μια άλλη θεότητα συνδέεται με τη Δήμητρα, πιθανώς η θυγατέρα της η Κόρη  (Περσεφόνη) που προσδιορίζεται με επίθετο.

Το προσωνύμιο Θεσμοφόρος διδόταν στη Θεά Δήμητρα λόγω των Θεσμοφορίων,  θρησκευτική γιορτή, που τελούνταν προς τιμήν της και της κόρης της Περσεφόνης. Πραγματοποιούνταν ετησίως, κυρίως την εποχή που οι σπόροι σπέρνονταν στα τέλη του φθινοπώρου –αν και σε ορισμένα μέρη συνδέθηκε με τη συγκομιδή– και γιόρταζε την ανθρώπινη και τη γεωργική γονιμότητα. Η γιορτή ήταν από τις πιο δημοφιλείς στον ελληνικό κόσμο. Περιοριζόταν σε ενήλικες γυναίκες και οι τελετές που ασκούνταν κατά τη διάρκεια της εορτής κρατούνταν μυστικές. Οι πιο εκτενείς πηγές για την εορτή είναι ένα σχόλιο σε ένα Σχολείον για τον Λουκιανό, και το έργο του Αριστοφάνη  Θεσμοφοριάζουσες το οποίο παρωδεί την εορτή

Το γεγονός ότι γιορταζόταν σε όλο τον ελληνικό κόσμο υποδηλώνει ότι χρονολογείται πριν από την ελληνική εγκατάσταση στην Ιωνία τον ενδέκατο αιώνα π.Χ.

Η εορτή γιορτάζονταν μόνο από γυναίκες και οι άνδρες απαγορεύονταν να δουν ή να ακούσουν για τις τελετές. Δεν είναι σίγουρο αν όλες οι ελεύθερες γυναίκες γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια ή αν αυτό περιοριζόταν στις αριστοκρατικές γυναίκες. Όποια και αν ήταν η περίπτωση, οι μη υπήκοοι και οι ανύπαντρες γυναίκες φαίνεται να μην είχαν συμμετάσχει

Στην Αθήνα, τα Θεσμοφόρια γίνονταν σε τρεις ημέρες, από την ενδέκατη έως τη δέκατη τρίτη των Πυανεψίων. Αυτό αντιστοιχεί στα τέλη Οκτωβρίου του  Γρηγοριανού ημερολογίου και ήταν η εποχή της σποράς των σπόρων. Τα Θεσμοφόρια μπορεί να γινόταν αυτό τον μήνα σε άλλες πόλεις  αν και σε ορισμένα μέρη –για παράδειγμα στη Δήλο και στη Θήβα- φαίνεται να γινόταν το καλοκαίρι και συνδεόταν με τον τρύγο. Σε άλλα μέρη η εορτή διαρκούσε περισσότερο – στις Συρακούσες της Σικελίας, τα Θεσμοφόρια ήταν μια δεκαήμερη εκδήλωση.

Τα Θεσμοφόρια τιμούσαν την απαγωγή της Περσεφόνης από τον Άδη και την επιστροφή της στη μητέρα της Δήμητρα.

Σύμφωνα με τον σχολιαστή του Λουκιανού, κατά τη διάρκεια των Θεσμοφορίων θυσιάζονταν χοίροι και τα λείψανά τους τοποθετούνταν σε λάκκους που ονομάζονταν μέγαρα. Μια επιγραφή από τη Δήλο δείχνει ότι μέρος του κόστους των Θεσμοφορίων εκεί πήγαινε για την πληρωμή ενός τελετουργικού κρεοπώλη για να κάνει τις θυσίες για την εορτή. Λογοτεχνικά στοιχεία δείχνουν ότι σε άλλα μέρη, ωστόσο, οι θυσίες μπορεί να γινόταν από τις ίδιες τις γυναίκες. Λίγο καιρό αργότερα, τα σάπια υπολείμματα αυτών των θυσιών ανασυρόταν από τους λάκκους από «δεματοφύλακες» - γυναίκες που έπρεπε να περάσουν τρεις ημέρες σε μια κατάσταση τελετουργικής αγνότητας πριν κατέβουν στα μέγαρα. Αυτά τοποθετούνταν  σε βωμούς της Περσεφόνης και της Δήμητρας, μαζί με ψωμάκια ψημένα σε σχήμα φιδιών και φαλλών. Αυτά τα υπολείμματα στη συνέχεια σκορπιζόταν  στα χωράφια όταν σπέρνονταν οι σπόροι, με την πεποίθηση ότι αυτό θα εξασφάλιζε καλή συγκομιδή. (Wikipedia)

Ζωγραφική της Θεσμοφοριακής πομπής από τον Αμερικανό καλλιτέχνη Francis Davis Millet.Painting of the Thesmophoric procession by the American artist Francis Davis Millet.

In Arîdza, a village south of Erythrae  in the house of Dimitrios Trambakoulakis, was found (about 1878-80) fragment of white marble embedded in the wall. H. 0.10. L. 0.21. It writes:

The council (Βουλή) and the municipality (Δήμος) (of Erythra) honored Zosime ..priestess of Demetra Thesmophoros who for forty years exercised the priesthood, due to her piety to the Goddesses (Demetra and Kori i.e. Persephone)

Ζωσίμη appears to have exercised the priesthood for life. The plural προς τας θεάς indicates that another divinity is associated with Demeter, probably her daughter Kora designated by an epithet

Data: Pottier Edmond, Hauvette-Besnault Amédée. Inscriptions d'Érythrées et de Téos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 4, 1880. pp. 153-182;

The prosonyme Thesmophoros was given to the Goddess Demeter because of the festival of Thesmophoria an ancient Greek religious festival, held in honor of the goddess Demeter and her daughter Persephone. It was held annually, mostly around the time that seeds were sown in late autumn – though in some places it was associated with the harvest instead – and celebrated human and agricultural fertility. The festival was one of the most widely celebrated in the Greek world. It was restricted to adult women, and the rites practised during the festival were kept secret. The most extensive sources on the festival are a comment in a scholion on Lucian, explaining the festival, and Aristophanes' play Thesmophoriazusae, which parodies the festival.

The Thesmophoria was one of the most widespread ancient Greek festivals. The fact that it was celebrated across the Greek world suggests that it dates back to before the Greek settlement in Ionia in the eleventh century BCE.

The festival was celebrated only by women, and men were forbidden to see or hear about the rites. It is not certain whether all free women celebrated the Thesmophoria, or whether this was restricted to aristocratic women; whichever was the case, non-citizen and unmarried women appear not to have celebrated the festival.

In Athens, the Thesmophoria took place over three days, from the eleventh to the thirteenth of Pyanepsion.This corresponds to late October in the Gregorian calendar, and was the time of the Greek year when seeds were sown. The Thesmophoria may have taken place in this month in other cities. though in some places – for instance Delos and Thebes – the festival seems to have taken place in the summer, and been associated with the harvest, instead. In other places the festival lasted for longer – in Syracuse, Sicily, the Thesmophoria was a ten-day long event.

The Thesmophoria commemorated the kidnap of Persephone by Hades, and her return to her mother Demeter. 

According to the scholiast on Lucian, during the Thesmophoria pigs were sacrificed, and their remains were put into pits called megara.An inscription from Delos shows that part of the cost of the Thesmophoria there went towards paying for a ritual butcher to perform the sacrifices for the festival; literary evidence suggests that in other places, however, the sacrifices may have been made by the women themselves. Some time later, the rotten remains of these sacrifices were retrieved from the pits by "bailers" – women who were required to spend three days in a state of ritual purity before descending into the megara. These were placed on altars to Persephone and Demeter, along with cakes baked in the shape of snakes and phalluses. These remains were then scattered on fields when seeds were sown, in the belief that this would ensure a good harvest. (Wikipedia)



Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Η πόλη των Ερυθρών τιμά τον Ρωμαίο στρατηγό και άρχοντα Λούκιο Φλάβιο Καπιτωλείνο. Επιγραφή που βρέθηκε στο Λυθρί. The city of Erythrae honors the Roman general and magistrate Lucius Flavius Capitolinus. Inscription found at Lythri

Γύρω στο 1878-80 στο τότε Λυθρί βρέθηκε η πιο κάτω επιγραφή του 240 π.Χ.  αφιέρωση από τη Βουλή των αρχαίων Ερυθρών στον ευεργέτη της πόλης Λούκιο Φλάβιο Καπιτωλείνο στρατηγό, άρχοντα (εκλεγμένο αξιωματούχο). Ο πατέρας του Φιλόστρατος  ήταν στην αυλή του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (που διοίκησε από το 193-211 μ.Χ.) και στο περιβάλλον της συζύγου του αυτοκράτορα Δόμνας Ιουλίας   

Αγαθ]ήι [τύχη]ι

Τ]ον του σοφιστού

Φλ(αβίου) Φιλοστράτου

και της κρατίστης

Αυρηλίας Μελιτινής

υιόν   Λ(ούκιον) Φλ(άβιον) Καπιτωλείνον

συγγενή και αδελφόν

και θείον συνκλητικ(ών)

η κρατίστη βουλή τον

εαυτής τρόφιμον και

ευεργέτην, επιμε-

λησαμένου της ανα-

στάσεως του βουλάρ-

χου Αύρ(ηλίου) Ευτυχιανού

Στοιχεία από: Pottier Edmond, Hauvette-Besnault Amédée. Inscriptions d'Érythrées et de Téos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 4, 1880. pp. 153-182;

Ο Edmond François Paul Pottier (1855–1934) υπήρξε Γάλλος ιστορικός και αρχαιολόγος που εδραίωσε το Corpus vasorum antiquorum, και πρωτοπόρος ερευνητής της αρχαίας ελληνικής κεραμικής. Ο Hauvette-Besnault, Amédée ήταν Γάλλος ελληνιστής 

Στο Λυθρί  σε δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα, βρέθηκε  βάση διακοσμημένη με περίζωμα  στα θεμέλια του σπιτιού του οποίου σήμερα καταλαμβάνει τη ΝΔ γωνία. Στη βάση αυτή είχε τοποθετηθεί άγαλμα που μεταφέρθηκε στη Σμύρνη

Λίγα μέτρα από το σημείο όπου βρέθηκε αυτή η επιγραφή αποκαλύψαμε βάση μήκους 3μ και πλάτους 0,40μ, που πρέπει να ήταν τμήμα αρχαίου μνημείου. Έχει κατεύθυνση περίπου από τα ανατολικά προς τα δυτικά και καταλήγει σε κάθε πλευρά με μια στρογγυλεμένη βάση που μπορεί να είναι η βάση μιας στήλης

​Είναι πιθανό ότι το όνομα του Φλάβιου Φιλόστρατου ορίζει τον περίφημο σοφιστή, συγγραφέα της πραγματείας Εικόνες και βιογράφο του Απολλώνιου του Τυανέα. Γνωρίζουμε τρεις σοφιστές που ονομάζονται Φιλόστρατοι  και ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Ο πρώτος, σύμφωνα με τον Σουίδα, έζησε την εποχή του Νέρωνα και δίδαξε στην Αθήνα. Δεν πρόκειται για αυτόν, γιατί δεν έπρεπε να είχε το πρώτο όνομα Φλάβιος που δεν ήταν σε χρήση πριν από την εποχή που βασίλευε η δυναστεία με αυτό το όνομα.

Ο δεύτερος, που έζησε στα μέσα του 3ου αιώνα, αναφέρεται γενικά ως Φλάβιος Φιλόστρατος. Ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα στην αυλή του Σεπτίμιου Σεβήρου και ήταν μεταξύ των λογίων  που περιστοίχιζαν τη σύζυγο του αυτοκράτορα,  Ιουλία  Δόμνα. Ο τρίτος σοφιστής, ο Φιλόστρατος ο νεότερος, ήταν εγγονός ή ανιψιός του προηγούμενου. αλλά δεν φαίνεται να έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή. Ήταν ρήτορας στην Αθήνα και πέθανε στη Λήμνο.

Είναι ο δεύτερος Φιλόστρατος που φαίνεται να αναφέρεται στην επιγραφή. Φέρει το μικρό όνομα του Φλάβιου. Η σύζυγός του Αυρηλία Μελιτηνή έχει τον τίτλο της κρατίστης  ο γιος του Καπιτωλείνος είναι γονιός, αδελφός και θείος ανθρώπων με βαθμό γερουσιαστών. Αυτή η ευγένεια του βαθμού και της συμμαχίας συμφωνεί καλά με τις μαρτυρίες των συγγραφέων για την υψηλή περιουσία των σοφιστών που προστάτευε  η Ιουλία  Δόμνα.

Πιστεύουμε ότι αναγνωρίσαμε μια αφιέρωση προς τιμήν του σε μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στην Ολυμπία, η οποία τον προσδιορίζει ως εξής: Φλ. Φιλόστρατον 'Αθήναιον τον σοφιστήν.  Οι αποδόσεις του βούλαρχος  δεν είναι ακόμη καλά καθορισμένες. Είναι αυτός που είναι πιο συχνά υπεύθυνος για την ανέγερση των αγαλμάτων που η πόλη απονέμει σε αυτούς που επιθυμεί να τιμήσει. Μερικές φορές το κάνει ακόμη και με δικά του έξοδα. αλλά επαινείται για αυτήν την φιλελευθερία στην οποία δεν τον υποχρεώνουν οι λειτουργίες του

Η επιγραφή στάλθηκε στο Μουσείο της Ευαγγελικής Σχολής στη Σμύρνη 

Ο Λούκιος  Φλάβιος απεικονίζεται  επίσης σε νόμισμα των Ερυθρών σαν στρατηγός  magistratus (εκλεγμένος αξιωματούχος) επί καίσαρος Μάρκου Ιούλιου Φίλιππου του Άραβα (διοίκησε από το 244-249 μ.Χ.).

Around 1878-80, the following inscription of 240 BC was found in the then Lythri. dedication by the Boule of the ancient Erythrae to the benefactor of the city Lucius Flavius Capitoline general, elected official. Philostratus' father was in the court of the emperor Septimius Severus (who ruled from 193-211 AD) and in the entourage of the emperor's wife Domna Julia 

Data: Pottier Edmond, Hauvette-Besnault Amédée. Inscriptions d'Érythrées et de Téos. In: Bulletin de correspondance hellénique. Volume 4, 1880. pp. 153-182; 

Edmond François Paul Pottier (1855–1934) was a French historian and archaeologist who established the Corpus vasorum antiquorum, and a pioneering researcher of ancient Greek ceramics. Hauvette-Besnault, Amédée was a French Hellenist

In Ritri (Lythri), in a street leading to the sea, quadrangular base decorated with moldings, found in the foundations of the house of which it currently occupies the S 0 corner. On this base was placed a statue which was transported to Smyrna (1).

(A few meters from the place where this inscription was found we uncovered a base 3m long and 0.40m wide, which must have been part of an ancient monument. This seat is directed approximately from east to west and ends on each side with a rounded base which may be the base of a column.

It is likely that the name of Flavius Philostratus designates the famous sophist, author of the treatise Images and biographer of Apollonius of Tyanes. We know three sophists called Philostratus and belonging to the same family. The first, according to Suidas (1), lived in the time of Nero and taught in Athens. This is not him in question, because he should not have had the first name Flavius which was not in use before the time when the dynasty of that name reigned.

The second, who lived in the middle of the 3rd century, is generally referred to as Flavius Philostratus. He was a great personage at the court of Septioia Severus, and he was among the scholars surrounded by the emperor's wife, Julia Domna. The third sophist, Philostratus the younger, was the grandson or nephew of the previous one; but he does not appear to have played as important a role in public life. He was a rhetorician in Athens and died in Lemnos.

It is the second Philostratus who appears to be mentioned in the inscription. He bears the first name of Flavius; his wife Aurélia Mélitiné has the title of κρατίστης, his son Capitolinus is a parent, brother and uncle of people with the rank of senators. This nobility of rank and alliance agrees well with the authors' testimonies on the high fortune of the sophist protected by Julia Domna.

We believe we have recognized a dedication in his honor in an inscription recently discovered at Olympia (2), which designates him thus: Φλ. Φιλόστρατον 'Αθήναιον τον σοφιστήν. The attributions of βούλαρχος are not yet well defined. It is he who is most often responsible for erecting the statues that the city awards to those it wishes to honor (3). Sometimes he even does it at his own expense; but he is praised for this liberality to which his functions do not oblige him

The inscription was kept in Mouseion of Evangelical School od Smyrna 

Lucius Flavius is also depicted on an Erythraean coin as a strategos magistratus (elected official) under Caesar Marcus Julius Philip the Arab (ruled from 244-249 AD).


Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Ερυθρές. Ρωμαϊκή περίοδος και η επίσκεψη του Αυτοκράτορα Αδριανού. Αδριάνεια Επιβατήρια. Erythrai. Roman period and the visit of Emperor Hadrian. Hadrianeia Epibateria

Η δυτική Μικρά Ασία πέρασε υπό την κυριαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 133 π.Χ. δεδομένου ότι το βασίλειο της Περγάμου κληρονομήθηκε στη Ρώμη. Μετά από αυτό, η πόλη των Ερυθρών άρχισε να παρακμάζει και έχασε τη δύναμή της σταδιακά ως κέντρο. Είναι γνωστό ότι η πόλη συνεχίζει να κόβει νομίσματα στη ρωμαϊκή περίοδο αλλά η ποσότητα ή η ποιότητα των νομισμάτων δεν είναι αξιοσημείωτη όπως ήταν πριν.

Οι πληροφορίες για τις Ερυθρές αυτής της περιόδου είναι αρκετά περιορισμένες. Τότε την επισκέφτηκε ο αυτοκράτορας Αδριανός.  Σύμφωνα με μια αφιέρωση στον Αδριανό στη πόλη με την ευκαιρία της επίσκεψής του εκεί η Αντωνία Τυραννίς Ιουλιανή, ως αγωνοθέτης, οργάνωσε προς τιμήν του αγώνες με την Ιερά Θυμελική Αδελφότητα. Ο Αδριανός λατρευόταν ως Νέος Διόνυσος και την επίσκεψή του στις Ερυθρές το 123/124 μ.Χ. γιόρτασε η πόλη με τον αγώνα «Αδριάνεια Επιβατήρια»

Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός (76-138 μ.Χ)  κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής του θητείας, ταξίδεψε σε όλη σχεδόν τη ρωμαϊκή επικράτεια. Συχνά τα ταξίδια του αυτά είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα. Άλλες φορές όμως βασίζονταν στην αρχή της ρωμαϊκής διοίκησης σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο αυτοκράτορας έπρεπε να ασκεί την ανώτατη δικαστική και διοικητική εξουσία στις επαρχίες εκείνες τουλάχιστον που βρίσκονταν στη δική του δικαιοδοσία και όχι σε αυτή της συγκλήτου. Ο Αδριανός συνδύαζε συχνά τις υποχρεώσεις αυτές με σκοπούς θρησκευτικούς ή πολιτιστικούς. Στις περιοχές από όπου πέρασε άφησε σημαντικά οικοδομήματα, λειτουργικού ή διακοσμητικού χαρακτήρα, και έκανε ευεργετήματα κάθε είδους. Δύο περιοχές ωστόσο αγάπησε ιδιαίτερα κατά τις επισκέψεις του: την Αθήνα, λόγω της κλασικής του παιδείας, και τη Μικρά Ασία. Ο Αδριανός επισκέφθηκε την επαρχία της Ασίας το καλοκαίρι του 123 μ.Χ.

Από τη Σμύρνη ο Αδριανός θα πρέπει να έφυγε διά θαλάσσης προς την  Έφεσο  που ήταν η «πρώτη και μεγίστη μητρόπολη Ασίας». Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αυτοκράτορας έφτασε με πλοίο στην Έφεσο, γιατί η πόλη θέσπισε προς τιμήν του εορτή που μνημόνευε την αποβίβασή του στο λιμάνι της, τα Αδριάνεια Επιβατήρια. Είναι βέβαιο ότι ο Αδριανός βρισκόταν στην Έφεσο τον Αύγουστο του 124 μ.Χ. (Ταξίδια του Αδριανού στη Μ. Ασία Online Encyclopaedia on the Greeks in Asia Minor).

Western Asia Minor came under the rule of the Roman Empire in 133 BC. since the kingdom of Pergamum was bequeathed to Rome.

After that, the City of Erythrai began to decline and gradually lost its power as a center. It is known that the city continued to mint coins in the Roman period but the quantity or quality of the coins was not as remarkable as it was before.

Information about  Erythrai of this period is quite limited. Then the emperor Hadrian visited the city. According to a dedication to Hadrian in the city on the occasion of his visit, Antonia Tyrannis Iuliani, as agonothete, produced games with the Sacred Thymelic Guild. Hadrian was worshipped as Neos Dionysos and his visit to Erythrai in 123/124 CE was celebrated by the city with the agon Hadrianeia Epibateria 

The Roman emperor Hadrian (76-138 AD) during his imperial tenure, traveled throughout almost all of Roman territory. Often these trips were of a military nature. At other times, however, they relied on the principle of Roman administration according to which the emperor himself had to exercise supreme judicial and administrative power in at least those provinces that were in his own jurisdiction and not in that of the senate. Hadrian often combined these obligations with religious or cultural purposes. In the areas through which he passed, he left important buildings, of a functional or decorative nature, and did all kinds of benefactions. However, he particularly loved two areas during his visits: Athens, due to his classical education, and Asia Minor. Hadrian visited the province of Asia in the summer of 123 AD.

From Smyrna, Hadrian must have left by sea for Ephesus which was the "first and greatest metropolis of Asia". It is almost certain that the emperor arrived by ship at Ephesus, because the city instituted the Hadrianeia Epibateria  in honor of the festival commemorating his landing in its port. It is certain that Hadrian was in Ephesus in August 124 AD. (Travels of Hadrian in Asia Minor Online Encyclopaedia on the Greeks in Asia Minor).

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Ο σεισμός του 1881 στη Χίο και τη χερσόνησο της Ερυθραίας. The earthquake of 1881 at Chios and Erythraean peninsula

Κυριακή 3 Απριλίου 1881. Μια σεισμική δόνηση που συνέβη μια μεσημβρινή ώρα, τη στιγμή που όλοι συνέχιζαν τη ζωή τους, ξαφνικά πήρε μακριά από το νησί της Χίου τα κτίσματα και την ιστορία της. Η εκτίμηση του μεγέθους του σεισμού, σύμφωνα με την κλίμακα Richter, ήταν μεταξύ 6,5 και 7,3. Το επίκεντρο του σεισμού βρισκόταν νοτιοανατολικά του στενού μεταξύ της Χίου και του Τσεσμέ.

Ο σεισμός προκάλεσε την καταστροφή χιλιάδων σπιτιών τόσο στο νησί όσο και στον  Τσεσμέ και τα Βουρλά. Από τα 64 χωριά της Χίου, 25 καταστράφηκαν. Ο αριθμός των νεκρών στο νησί ήταν τουλάχιστον 3500. Τα τείχη του Κάστρου της Χίου, της πιο κεντρικής περιοχής του νησιού, υπέστησαν σοβαρές ζημιές, ενώ σχεδόν όλες οι οικίες μέσα σε αυτό καταστράφηκαν και οι 206 άνθρωποι μέσα στα τείχη έχασαν τη ζωή τους.

Στη χερσόνησο (της Ερυθραίας) όπου βρίσκονται ο Τσεσμές, τα Αλάτσατα και τα Βουρλά, χιλιάδες σπίτια καταστράφηκαν. Οι απώλειες στην περιοχή της Τσεσμέ και των γύρω περιοχών ήταν ως εξής:

Στα Ίλιτζα (Λίντσια), εκτός από το σπίτι του Μεσιέ Ντανιέλ, όλα τα νοικοκυριά είχαν καταρρεύσει ή έγιναν ακατάλληλα για αναστήλωση. Στα Ίλιτζα υπήρχε επίσης ένας τραυματίας.

Στο Ρεσντερε, δεν έμεινε τίποτα όρθιο σε κανένα οίκημα, περίπου 500 νοικοκυριά είχαν καταστραφεί, περίπου 2000 άνθρωποι είχαν άστεγοι, 15 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και 65 είχαν τραυματιστεί

Στην Αλάτσατα, περίπου 2000 νοικοκυριά είχαν καταστραφεί, περίπου 10 χιλιάδες άνθρωποι είχαν μείνει άστεγοι, 15 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και 88 είχαν τραυματιστεί.

Στην Κερμεγένη περίπου 80 νοικοκυριά είχαν καταστραφεί, περίπου 250 άνθρωποι είχαν μείνει άστεγοι, 2 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και 14 είχαν τραυματιστεί.

Στο Λυθρί, περίπου 198 νοικοκυριά είχαν καταστραφεί ή είχαν γίνει ακατάλληλα για κατοίκηση, περίπου 1000 άνθρωποι είχαν μείνει άστεγοι, 4 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί  και 8 είχαν τραυματιστεί.

Από το σεισμό καταστράφηκε και ο ναός της Αγίας Ματρώνας της Χιοπολίτιδος και ανοικοδομήθηκε αργότερα. Αυτό σημαίνει πως είχε χτιστεί πολύ πριν και  πως Χιώτες είχαν εγκατασταθεί στο Λυθρί και πριν το σεισμό

Στο κέντρο του Τσεσμέ, 50 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ πολλά σπίτια καταστράφηκαν και το κάστρο της Τσεσμέ υπέστη σοβαρές ζημιές. Οι δρόμοι προς Τσεσμέ και Αλάτσατα ήταν φραγμένοι λόγω των ερειπίων και εκδηλώθηκαν επιδημίες ασθενειών.

Ο πληθυσμός της Χίου και άλλων νησιών, που αποδυναμώθηκαν λόγω των μεγάλων καταστροφών που συνέβησαν στη Χίο τον 19ο αιώνα (σφαγή, σεισμοί), θα μεταναστεύσει στη χερσόνησο. Πολλά ακίνητα που ανήκαν σε Χιώτες εμπόρους, αγρότες και ιθαγενείς θα πουληθούν και οι μελλοντικές γενιές θα αποκόπτονταν από κάθε δεσμό με τη Χίο.

Σύμφωνα με τα έγγραφα της Οθωμανικής απογραφής του 1881, ο πληθυσμός των Αλατσάτων  ήταν 4130 και μέσα σε 8 χρόνια ο αριθμός αυτός θα υπερδιπλασιαζόταν και θα έφτανε τους 9700

Οι Έλληνες δεν εγκαταστάθηκαν μόνο στα Αλάτσατα, αλλά και στην Κάτω Παναγιά (Τσιφλίκκιöι), το Λυθρί (Ιλντιρί), την Αγία Παρασκευή (Κιοστέ) και το Ρεσντερε. Με την πάροδο του χρόνου, σε αυτά τα χωριά θα μιλιόταν μόνο Ελληνικά. Σύμφωνα με την Οθωμανική αναφορά στον Τσεσμέ του 1881, ο πληθυσμός του ήταν 4055, ενώ μέχρι το 1889 θα ξεπερνούσε τις 20 χιλιάδες και έως το 1914 θα έφτανε περίπου τις 40 χιλιάδες. Η χερσόνησος, η οποία είχε αφεθεί μόνη της επί αιώνες, τώρα άρχισε να ζωντανεύει. Εξελίσσεται σε έναν ολοένα και πιο κοσμοπολίτικο τόπο, προσθέτοντας πλούτο στο εύφορο της έδαφος. Η πλούσια κληρονομιά της Χίου μεταφέρθηκε στη χερσόνησο, και η ιστορία της χερσονήσου πλέον αποτελεί το μέλλον της Χίου. 

Sunday, April 3, 1881. An earthquake that happened at noon, when everyone was living his ordinary life, suddenly took away from the island of Chios its buildings and its history. The estimate of the magnitude of the earthquake, according to the Richter scale, was between 6.5 and 7.3. The epicenter of the earthquake was southeast of the strait between Chios and Cesme.

The earthquake caused the destruction of thousands of houses both on the island and in Cesme and Vourla. Out of the 64 villages of Chios, 25 were destroyed. The death toll on the island was at least 3500. The walls of the Castle of Chios, the most central area of the island, were severely damaged, while almost all the houses inside were destroyed and the 206 people inside the walls lost their lives.

Ιn the peninsula (of Erythraia) where Cesmes, Alatsata and Vourla are located, thousands of houses were destroyed. The losses in the area of Cesme and the surrounding areas were as follows:

In Ilitza (Lintsia), except for Monsieur Daniel's house, all the households had collapsed or were rendered unsuitable for restoration. There was also an injured person in Ilitza.

In Reiesdere, not a single building was left standing, about 500 households were destroyed, about 2000 people were homeless, 15 people were killed and 65 were injured.

In Alatsata, about 2000 households were destroyed, about 10 thousand people were left homeless, 15 people were killed and 88 were injured.

In Kermegeni about 80 households were destroyed, about 250 people were left homeless, 2 people were killed and 14 were injured.

In Lythri, approximately 198 households were destroyed or rendered uninhabitable, approximately 1000 people were left homeless, 4 people were killed and 8 were injured. The church of Agia Matrona of Hiopolitis was also destroyed by the earthquake and rebuilt later. This means that it had been built long before and that Chiotes had settled in Lythri even before the earthquake

In the center of Cesme, 50 people lost their lives, while many houses were destroyed and the castle of Cesme was severely damaged. The roads to Cesme and Alatsata were blocked by the rubble and disease outbreaks occurred.

The population of Chios and other islands, weakened by the great disasters that happened in Chios in the 19th century (massacre, earthquakes), will migrate to the peninsula. Many properties belonging to Chios merchants, farmers and natives would be sold and future generations would be cut off from all ties to Chios.

According to the Ottoman census documents of 1881, the population of Alatsata was 4130 and within 8 years this number would more than double and reach 9700

The Greeks settled not only in Alatsata, but also in Kato Panagia (Tsiflikkiöi), Lythri (Ildiri), Agia Paraskevi (Kioste) and Resdere. Over time, only Greek would be spoken in these villages. According to the Ottoman reference to Cesme in 1881, its population was 4055, while by 1889 it would exceed 20 thousand and by 1914 it would reach about 40 thousand. The peninsula, which had been left alone for centuries, now began to come alive. It is evolving into an increasingly cosmopolitan place, adding wealth to its fertile soil. The rich heritage of Chios was transferred to the peninsula, and the history of the peninsula now constitutes the future of Chios.

Data: The Event That Determined the Destiny of Cesme (Fountain) by Bulut Kurtel


Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Ένα ελαιοτριβείο του Λυθριού. An Olive Oil Factory of Lythri

Το κτίριο βρίσκεται στη δυτική πλευρά του χωριού. Τώρα παραμένει σε αδράνεια αλλά λειτουργούσε ως ελαιουργείο. Σαν ημερομηνία αναφέρεται το 1901. Είναι γραμμένη στο πέτρινο κλειδί μιας αψίδας πόρτας. Η τεχνική δόμησης είναι λιθοδομή και οι τοίχοι εκεί που σχηματίζουν  αέτωμα είναι κτισμένοι με τούβλα. Η στέγη καλυπτόταν από τρεις δίρριχτες στέγες. Είναι σαφές ότι το κτίριο εκτέθηκε σε πάρα πολλές μετατροπές

The building is located on the west sea side of the village. It remains idle now but it was functioning as an olive oil factory. The date is written as 1901 on the stone key of an arch of a door on the north elevation. The building technique is rubble stone masonry and gable walls are built by brick. The roof was covered by three pitched roofs. It is clear that the building was exposed to too many alterations

Data taken from: DISCUSSIONS ON INTEGRATION OF RURAL AND ARCHAEOLOGICAL LANDSCAPES IN ILDIR/ ERYTHRAI


Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Παροιμιώδεις εκφράσεις από το Λυθρί.

Ανάμεσα στις παροιμιώδεις εκφράσεις που έλεγαν οι λυθριανοί (πληροφορία από τη μητέρα μου Αγγελική Σκουλούδη το γένος Στριμπούλη)  ήταν και οι δυο πιο κάτω

 «Έχεις Θείο στο Βροντάδο  ή σιγά μην είχε μπάρμπα στο Βροντάδο»  Δηλ. έχεις ή δεν έχεις πλάτες από κάποιο σημαντικό πρόσωπο.  

Ο Βροντάδος είναι παραθαλάσσια κωμόπολη στην ανατολική πλευρά της Χίου, 4 χλμ. βορείως της Χώρας του νησιού. Έχει μακρά ναυτική παράδοση και μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολείται με τη ναυτιλία. Τον 19ο αιώνα, οι αντίξοες συνθήκες διαβίωσης ανάγκασαν τους κατοίκους του Βροντάδου να στραφούν στη ναυτιλία, αναδεικνύοντας τον οικισμό ως το πρώτο - χρονολογικά - ναυτιλιακό κέντρο της Χίου

Στην έκφραση φαίνεται η σχέση του Λυθριού και των λεθριανών με το απέναντι νησί της Χίου από το οποίο καταγόταν κάτοικοι του χωριού και κάποιοι θα είχαν συγγενείς εκεί και θα επωφελούνταν από την επιρροή που είχαν σαν εφοπλιστές.

                             
Η άλλη έκφραση είναι

«Τρέξετε χωριανοί να σώσετε του Φουρούλη το βρακί».  Λέγεται όταν τρέχεις για βοήθεια κάποιου

Το επίθετο Φουρούλης σήμερα εμφανίζεται σε Πάρο και Αθήνα. Προφανώς κυκλαδίτικο. Αρκετοί κάτοικοι της χερσονήσου Ερυθραίας είχαν κυκλαδίτικη καταγωγή. Τι κρύβεται πίσω από την έκφραση δεν έμαθα

 

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Τα κλειδιά. The keys

H φιλόλογος Αγγελική Κίτσου- Μαγαράκη με προσφυγική καταγωγή γεννήθηκε και ζει  στο Ηράκλειο. Στο βιβλίο της «Έντεκα κειμήλια μια ιστορία» συμπεριλαμβάνει «ιστορίες, μικρές, αθέατες, ανθρώπων απλών»  από τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Μια από αυτές  «τα Κλειδιά» που «η αγάπη δεν άφησε να σκουριάσουν»  αναφέρεται στο Λυθρί. Ένας απόγονος λυθριανών εκπληρώνοντας την επιθυμία των προγόνων του αναζητά το σπίτι τους στο Λυθρί το σημερινό Ιλντιρί. Βρίσκει από τους νέους ιδιοκτήτες μια απρόσμενη φιλοξενία. Η περιγραφή των συναισθημάτων όταν φτάνει στο Λυθρί μου θύμισε τα δικά μου συναισθήματα όταν Σεπτέμβρη του 88 έφτασα σε εκείνα τα άγια χώματα τη γη και των δικών μου προγόνων. Η ανάρτηση γίνεται με την έγκριση της συγγραφέως


Ο  Σταύρος πήρε από το ταχυδρομικό κουτί της εξώπορτας την αλληλογραφία του και μπήκε βιαστικά στο σπίτι. Κάθισε στην αγαπημένη του γωνία δίπλα στο παράθυρο

-Διαφημιστικά …φυλλάδια …λογαριασμοί …μονολογούσε καθώς εξέταζε έναν-έναν τους φακέλους --Σε καμιά ωρίτσα θα είναι έτοιμο το φαγητό, άκουσέ το βάθος του διαδρόμου τη φωνή της γυναίκας του.

Η καρδιά του χτύπησε με λαχτάρα, καθώς τώρα ήρθε η σειρά ενός κίτρινου ενισχυμένου φακέλου με αποστολέα τον φίλο του τον Χουσνί από το Ίλντιρι.

-Κι εγώ που νόμισα πως με ξέχασες Χουσνί!  ψιθύρισε. Να μη με πάρεις τηλέφωνο στη γιορτή μου!  -Εσύ δεν την έχεις ξεχάσει ποτέ εδώ και 10 χρόνια…. συνέχισε τον μονόλογό του, καθώς τα δάχτυλα του ακούμπησαν κάτι στέρεο στο κάτω μέρος της μικρής πλευράς του

Με την πεποίθηση ότι κάποιο μικροδωράκι του έστελνε ο φίλος του μαζί Ίσως με κάποια ευχετήρια κάρτα, τον άνοιξε με προσοχή. Ένα γράμμα σε λευκό χαρτί έκανε διστακτικά την εμφάνισή του.  Σπάνια του έγραφε ο Χουσνί. Συνήθως αντάλλαζαν κάρτες και συχνότερα επικοινωνούσαν τηλεφωνικά.  Άνοιξε το διπλωμένο χαρτί σχεδόν με αδημονία, ξεχνώντας το πιθανό δώρο που έκρυβε ο φάκελος. Προηγούνταν τα νέα του φίλου του. Σε Greeklish η πιο ορθά σε φραγκοχιώτικα που λέγανε και οι παλιοί ο Χουσνί έγραφε.

«Αγαπημένε φίλε μου Σταυρός (κείμενο με λατινικούς χαρακτήρες)

Εύχομαι να είσαι καλά.  Σου στέλνω τις ευχές μου για τη γιορτή σου λίγο αργά αλλά πιστεύω πως θα με δικαιολογήσεις. Να έχεις πάντα υγεία και χαρά. Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω αλλά ξέρω πως πρέπει να το μάθεις. Η αννέ (μάνα)  μου η Νουρτέν χανίμ μας άφησε χρόνους πριν από 15 μέρες»

Ο Σταύρος ένοιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και τα γράμματα έγιναν μια μαύρη πένθιμη γραμμή  πάνω στο λευκό χαρτί. Αυθόρμητα κοίταξε τη φωτογραφία στο τραπεζάκι απέναντί του. Μία ηλικιωμένη κυρία χαμογελούσε με τα μάτια απλώνοντας προστατευτικά τα χέρια της στον γιο της τον Χουσνί δεξιά και στον Σταυρό που στεκόταν αριστερά της.

Το μυαλό του πισωδρόμησε

«Να πας καλέ Σταυρή  μου, στο χωριό μας, στην Πατρίδα, να βρεις το σπίτι μας,… να μην τ’αλησμονήσεις!» ήρθε στ’ αυτιά του η φωνή του παππού του.

«Πάαινε βρε γιέκα μου: την ευχή μου να έχεις αφ΄τα τα δέκα μου  τα νύχια»  συμπλήρωνε η γιαγιά και αυτή από εκείνα τα μέρη

Δεν πήγε όσο εκείνοι ζούσαν. Θες η καριέρα θες ένας γάμος που ακολούθησε και δεν στέριωσε με ένα παιδί να μεγαλώνει μακριά του κάπου στη Σουηδία, θες η αναβλητικότητα του χαρακτήρα του, όλα μαζί άφησαν τα χρόνια να περάσουν. Όταν εκείνοι έφυγαν, ένιωσε βαρύ το ανεξόφλητο χρέος προς τους ανθρώπους που τον είχαν μεγαλώσει από τα πέντε του χρόνια τότε που οι γονείς του πήγα μετανάστες στη Γερμανία και δεν ξαναγύρισαν,… Έτσι πριν από 10 χρόνια μεσήλικας σχεδόν, αφού ωστόσο είχε καταφέρει να ξαναφτιάξει τη ζωή του, αποφάσισε να επισκεφτεί το «χωριό τους»  και το σπίτι τους που από μικρό παιδί τα’χε  ζωγραφίσει στην καρδιά του.

 Καλοκαίρι του 1995. Με ένα ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο από τον Τσεσμέ όπου είχε φτάσει μέσω Χίου τράβηξε για το Λυθρί 22 χιλιόμ.  βορειότερα

«Να πας καλέ Σταυρή  μου στο χωριό μας… «Πάαινε βρε γιέκα μου! Την ευχή μου να έχεις αφ΄τα τα δέκα μου  τα νύχια!»

Φωνές ζεστές χάιδευαν τα αυτιά του μαζί με τον νοτισμένο αεράκι που έμπαινε από το μισάνοιχτο τζαμί.  Αν και μέσα του ένιωθε εκείνη την ακαθόριστη λαχτάρα που προοιωνίζεται τη συνάντηση με κάτι άγνωστο και συγχρόνως τόσο οικείο δεν άνοιξε ταχύτητα.

Λαχανιασμένα τα μάτια του μετρούσαν  την ταχύτητα του τοπίου που κυλούσε στις άκρες του δρόμου. Έδρεπαν την ευφορία της γης και τη γαλήνη του γαλάζιου νερού. Έστρεψε το βλέμμα του αριστερά κι είδε τον παππού μέσα σε μία βαρκούλα να λικνίζει το χέρι του σένα χαρούμενο χαιρετισμό. Δεξιά του αμπέλια και ελιές. Χρυσομαντηλούσα η γιαγιά κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο τσαμπί σουλτανίνας κι είχε ένα χαμόγελο που έσταζε μέλι.  Άνοιξε περισσότερο το τζάμι για να στεγνώσουν δύο σταγονίτσες που φάνηκαν στην άκρη των ματιών του. Οι αγαπημένοι του τον συνόδευαν. «Όλα θα πάνε καλά» σκέφτηκε και πάτησε ελαφρά το γκάζι.

Σταμάτησε στη μικρή πλατεία. Μια παλιά βρύση τον καλωσόρισε στα ελληνικά

Προνεία Σαδίκ Πασά Εφέντη

Δαπάνη Κοιν. Ερυθρών

Ερυθρά την 1η Μαρτίου

1880

Γέμισε τις χούφτες του δροσερό νερό. Δρόσισε τα χείλη του και την ψυχή του. Το χωριό τους τον είχε καλοδεχτεί.

Προχώρησε με σιγουριά στο πρώτο καφενείο της παραλίας. Παράγγειλε ένα tuskish coffee (τούρκικο καφέ) και άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στον ήμερο κόλπο. Οι αισθήσεις του σε εγρήγορση ιχνηλατούσαν τον τόπο. Τις επιστράτευσε για να πιάσει τα νήματα του χρόνου «να επιστρέψει» να καλύψει το κενό της απώλειας.

Μπροστά του τα ερημονήσια που κάποτε τα έλεγαν Ίππους

«Να έτσιδά  ν’ άπλωνες  το χέρι σου, θε’να  ντα ’πιανες! Σαν τα αλόγατα με τσι ράχες ντως όξω αφ’το νερό μοιάζουνε τα νησάκια μας.  Κάθα πρωινιά  τα καλημερίζαμε. Ώρες-ώρες αζντισμένα οδηγούσανε τ’ αμάξι του θεού τση θάλασσας… Πώς τον ηλέανε βρε γιέκα μου;»

«Ποσειδώνα παππούκα!»

«Α γειά σου! Αυτουνού που ούλη την ώρα ηθύμωνε κι  ένα γκερεμέ ησεκλετίζουντανε.

 Κι αφ’την άλλη πάλε,  όντας δεν είχενε τα μπουρίνια ντου κείνος ο θυμωσάρης  ήτονε χαρά θεού να ντα βλέπεις έτσιδά σερίνικα να παπλακούνε στα νερά σαν τα παιδάκια..»

(αζντισμένα. Εξαγριωμένα. Ένα γκερεμέ: συνέχεια, ησεκλεντίχουντανε: θύμωνε, σερίνικα:ήρεμα, παπλακούνε: πλατσουρίζουν).

 Χαμογέλασε, ήπιε ακόμα μία γουλιά από τον καϊμακλίδικο καφέ του και χάιδεψε με το βλέμμα του τα μικρά νησιά απέναντί του και τα μελαχρινά παιδάκια που πλατσούριζαν στ’ ακρογιάλι δύο βήματα απ’την καρέκλα του.

Λέξεις και εικόνες φτερούγισαν στο νου του απαλά και τον μετέφεραν σε τρυφερά μονοπάτια της μνήμης που η καθημερινότητα τα είχε σκεπάσει με πολλή σκόνη ή πιο σωστά με το καυσαέριο της τερατούπολης όπου ζούσε. Μπροστά το δυο-τρεις ψαράδες μάζευαν τα δίχτυα τους. Ζωντάνεψαν το ονειροπόλημα του. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της σχεδίας με το άγαλμα του Ηρακλή πάνω κι η ζεστή φωνή της γιαγιάς του

« Ήσερναν  το λοιπό γιέκα μου εκείνη τη σκέδια αφ’τη μία μπάντα  οι αρχαίοι  οι Λεθριανοί κι αφ’την  άλληνε οι Χιώτες. Όμως οι Λεθριανοί την ησέρνανε  όχι με σκοινί μα με μία μεγάληνα χοντρή μπλεξούδα που είχανε καμωμένη αφ’τα μαλλιά τω γυναικών τως! Eτσιδάς μαθές, τους είχενε ορμηνεμένους ένας γερο- ψαράς που ήτονε τυφλός κιόρ-[E1]  καντήλι! Άμαν ηβγάλανε το άγαλμα στη στεριά, κείνος ο γέρος ψαράς είδενε το φως του! Κι αποθαμάξανε ούλοι ντως κι απέκεια ηγένηκε γλέντι τρικούβερτο! Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Έτσιδά μου ήλεε κι εμένανε η γιαγιά μου. Ετσιδάκι στα λέω κι εγώ ούλα τούτα. Παλιά ιστορία πολύ παλιά, από τότες που ηπάτησανε οι άνθρωποι σε τούτηδά τη γης»

(Κιόρ καντήλι: θεόστραβος, ετσιδακί: έτσι ακριβώς)

Ξεχάστηκε με τις θύμησες. Ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει. Πλήρωσε τον καφέ του και ζήτησε πληροφορίες για «εσκί γιουνάν εβλερί», παλιά ελληνικά σπίτια.  Κάποιοι τον κοίταξαν ερευνητικά, άλλοι τον ρώτησαν αν είναι Έλληνας και προθυμοποιήθηκαν να τον κεράσουν τσάι. Πρόσφυγες Τουρκοβόσνιοι οι περισσότεροι. Ένιωσε εκείνη τη συμπάθειά που δένει τους ανθρώπους με κοινή μοίρα. Δεν είχε όμως χρόνο. Αρνήθηκε ευγενικά για να μην τους προσβάλλει, τους υποσχέθηκε πως θα ξαναπεράσει. Τράβηξε προς την κατεύθυνση που του έδειξαν πως είχε πολλά ρωμαίικα σπίτια, αν και ο μυστικός οδηγός του τον καθοδηγούσε αλάθευτα.

«Αφ’ το γιαλό θε να προχωρήσεις  κατά την ανατολή, θε ν’ ανεβείς  ένα φαρδύ ανηφορικό δρομί, θε να  στρίψεις κομμάτι στα δεξιά και εκειδά που απορηχαίνει η ανηφοριά, στο αλανάκι απάνου, εκειδανά καρσί σου θε  να το δεις το σπίτι μας. Δίπατο είναι με τον αϊτό στη σκεπή. Η  πόρτα η καλή είναι με δύο κανάτια, μπογιαντισμένα γαλάζια. Το κλειδί τ’αφήκαμε  στο μπουγιουντρούκι, ανάμεσα στα παρμακλίκια. Έχει και δυο παναθύρια, ένα στα δεξιά κι ένα στα ζερβά, γαλάζια και αυτά. Στο απάνου πάτωμα είναι τρία τα παναθύρια. Κι αφ’την αλλογύρα το περιβόλι μας που είναι τοιχογύριστο. Θε να δεις τη μάντρα του, μπινιαλίδικια, ίσαμε δύο μέτρα μπόι. Φαίνεται και το μπουντί μας και μετά δύο κολωνάκια που το μπουντελιάζουνε. Και τα δέντρα μας φαίνουνται συκιές  τα πιο πολλά και κάμποσες ελιές εκειδά στο βάθος είναι. …Το  πηάδι γιέκα μου μην ξεχάσεις το πηάδι! Είκοσι  πατήματα από τον τοίχο είναι κοντά στην καρυδιά. Εκειδάκι  θα βρεις γραμμένη τη μάρκα μου. Ηλάβωσα την πέτρα με τον τσακά μου, την ήγδαρα για ν’αφήκω τα χνάρια μου! Σα να το’ξερα..»

(απορηχαίνει: σταματά, αλανάκι: πλάτωμα, αετός: αέτωμα, κανάτια: πορτόφυλλα και παραθυρόφυλλα, μπουγιουντρούκι: φεγγίτης, μπαρμακλίκια: κάγκελα, αφ’την αλογύρα: από την άλλη μεριά, τοιχογυριστό: μαντρωμένο, μπινιαλίδικια. λιθοδομημένη, μπουντί: υπερυψωμένο βεραντάκι, μπουντελιάζουν: στηρίζουνε, πηάδι: πηγάδι, μάρκα: αρχικά, τσακάς: σουγιάς)

 Η φωνή του παππού χαμήλωνε και γινόταν σιωπή μία σιωπή που ανέμιζε στεναγμούς….

Λαχάνιασε ελαφρά. Σταμάτησε να ξεκουραστεί μαζί με την ανηφοριά.  Κοίταξε γύρω. Το είδε!

Ή μήπως του φάνηκε; Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στις λευκές πέτρες και ένα σπίτι δίπατο μετεωριζόταν στο γαλάζιο φόντο.  Πλησίασε μισοκλείνοντας τα μάτια. Το αέτωμα στη θέση του κι ο μαίανδρος, διαπιστευτής της ιθαγένειας του, στόλιζε ακόμα το εσωτερικό του περίγραμμα και τις ποδιές των  παραθυριών. Κι η πόρτα η δίφυλλη με τον φεγγίτη. Αυθόρμητα πήγε να σηκώσει το χέρι για να πιάσει το κλειδί…. Πισωπάτησε και στάθηκε  να το καμαρώνει. Του φάνηκε πιο όμορφο από ότι το είχε πλάσει με τη φαντασία του. Περιποιημένο, καθαρό, ακέριο. Μόνο που τα πορτοπαράθυρα δεν ήταν πιά γαλάζια μα πράσινα

Έκανε λίγα βήματα δεξιά.  Εκεί που τελείωνε ο τοίχος του σπιτιού άρχιζε ο μαντρότοιχος, καλοδιατηρημένος κι αυτός. Η  ματιά του τον περιδιάβηκε  σε όλο του το μήκος, μα σκόνταψε στη μικρή σιδερένια πόρτα που τον έκοβε στα δύο.

-Δεν μπορεί…  θα το θυμόμουν! Δεν μου μίλησαν ποτέ για αυτήν!

Με δισταγμό στα βήματα του, άπλωσε το χέρι του και την ακούμπησε απαλά. Εκείνη τραβήχτηκε πίσω με ένα ελαφρό τρίξιμο, σαν καλωσόρισμα. Σαν να τον περίμενε. Προχώρησε. Μυρωδιά ώριμων σύκων γαργάλισαν τη μύτη του. Τη γεύτηκε  ως τα βάθη της ψυχής του.

«Και τα δέντρα μας φαίνουνται, συκιές τα πιο πολλά, άκουσε τη γνώριμη φωνή και κάμποσες ελιές».

Ασημένιες πινελιές ανάδευε το πινέλο του ήλιου ανάμεσα στα θολά φυλλώματα. Ένα λευκό μαντήλι του φάνηκε πως ανέμιζε. Ο κήπος περιποιημένος, ζωογονημένα τα δέντρα  από το πρόσφατο πότισμα,  από νερό πηγαδίσιο! Ναι  εκεί μπροστά του «είκοσι πατήματα αφ’τον τοίχο» βρισκόταν το πηγάδι... Πετρόχτιστο. Ο κουβάς και το σχοινί  έσταζαν ακόμα «ίδρο»  και αναπαυόταν πάνω στο μαγκάνι.

Ένωσε ένα τρέμουλο σ’ όλο του το κορμί που ξεπηδούσε ανεξέλεγκτο από την ψυχή του. Άρχισε να ψηλαφεί το κοίλο  τοίχωμα αργά σαν σε ιεροτελεστία. Τα χέρια του απαλά ακουμπούσαν κάθε ικμάδα της πέτρας αναζητώντας τον «τύπον των ήλων». Έχει αλώσει πόντο πόντο τη δεξιά πλευρά. Και να ο δεξιός του δείκτης βουλιάζει σε μία οριζόντια χαρακιά.  Με κομμένη την ανάσα ακολουθεί τη γραμμή. Εκεί που κόβεται αρχίζει μία άλλη λοξή αυτή προς τα μέσα, σχηματίζει οξεία γωνία με την πρώτη. Κι  άλλη λοξή αποκλίνουσα προς την αντίθετη κατεύθυνση, κι ύστερα πάλι μία οριζόντια… Σαν μικρό παιδί που κατακτά το αλφάβητο προφέρει αργά το γράμμα που ανακάλυψε. Σ…ί…γ…μ…α! Τα χέρια του, ανεμοδαρμένα φτερά προχωρούν λίγο δεξιότερα. Δύο γραμμές που τέμνονται διαγώνια τον καλωσορίζουν. Ένα Χί!  

-Παππού, παππού μου,,, ψιθύρισε κι ένιωσε να βυθίζεται, ενώ το λάλημα ενός πετεινού σκαρφάλωνε στην κορυφή της μέρας.

Όταν άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε λίγα γαλάζια τσίτια που τα έσχιζαν τα κλαδιά μιας καρυδιάς. Δυο πρόσωπα έσκυψαν από πάνω του. Μια ηλικιωμένη κυρία με άσπρο μπόλινο μαντήλι- σημάδι πένθους για τους μουσουλμάνους-κι ένας άνδρας μεσήλικας, λίγο μεγαλύτερός του.

-Πιές λίγο νερό….,άκουσε σε καθαρά ελληνικά και η γυναίκα του έφερε στα χείλη ένα ποτήρι.

-«Ονειρεύομαι»< σκέφτηκε ο Σταύρος και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, για να διαπιστώσει την αλήθεια της σκέψης του.

-Πιές, ξανάκουσε τη φωνή.

Δυο μικρές γουλιές σκόνταψαν στο λαρύγγι του. Σηκώθηκε. Ξεσκόνισε με αμηχανία τα χέρια του. Ένιωθε ντροπή που αφέθηκε στη δίνη των συναισθημάτων του. Τι θα σκεφτόταν οι άνθρωποι που στέκονταν μπροστά του το ίδιο αμήχανοι…

-Είμαι ο Χουσνί και αυτή είναι η ανέ μου, η Νουρτέν χανούμ, μίλησε πρώτος ο άνδρας. Οσκελντίν!

-Ευχαριστώ …Αυτό είν… ήταν το σπίτι του παππού μου, ψέλλισε και τους έδειξε τα χαραγμένα αρχικά.  Έχω το όνομά του… Σταύρος!

Οι νέοι οικοδεσπότες κούνησαν το κεφάλι με κατανόηση. Έδειχναν να συμμερίζονται τα συναισθήματα του ξένου. Μία πυκνή σιωπή η απλώθηκε ανάμεσά τους για λίγα λεπτά. Στέκονταν και οι τρεις ακίνητοι με τα μάτια στη γη βυθισμένοι ο καθένας τις σκέψεις ή την προσευχή του. ¨Ένα μικρό μνημόσυνο αγάπης για εκείνους που είχαν φύγει  

-Πάμε μέσα παιδί μου.  Κάνει ζέστη εδώ.. άκουσα τη ζέστη γέρικη φωνή της Νουρτέν χανούμ

-Έλα να σου δείξω το σπίτι, του είπε ο Χουσνί χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη

Ακολούθησαν τα αργά βήματα της ηλικιωμένης που προπορευόταν. Ο Σταύρος ένιωθε σαν υπνωτισμένος. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει που βρισκόταν, τι είχε βρει, πόσο φιλικοί ήταν οι άνθρωποι που συνάντησε, ενώ συνάμα μία απορία γρατζούνισε τη σκέψη του. Πως ήξεραν ελληνικά;

Μόλις μπήκαν στο σπίτι  μία γλυκιά δροσιά τον υποδέχτηκε.

«Ζεστό το χειμώνα δροσερό το καλοκαίρι… εξήντα πόντοι χοντροί  είναι τα ντουβάρι…»  ήρθε η φωνή του παππού του

Η συγκίνηση τον έπνιγε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, καθώς περιδιάβαζε τους χώρους του σπιτιού με ξεναγό τον Χουσνί.

-Δεν αλλάξαμε πολλά πράματα… μόνο την κλειδαριά…. και ανοίξαμε πόρτα στο μπαχτσέ. Οι γονείς μου καλά το βρήκαν αλλά άδειο!                                                                                                                           

Ο Σταύρος κοιτάζει αχόρταγα γύρω του και χαρτογραφούσε σπιθαμή προς σπιθαμή με τα μάτια και την ψυχή του τις αγαπημένες γωνιές που έβλεπε στα βλέμματα των δικών του όταν ακολουθούσαν την πλανεύτρα υπόκωφη φωνή της νοσταλγίας

Μπήκαν στην καλή την κάμερα και κάθισαν στον καναπέ. Η Νουρτέν χανούμ μ’ένα  μπουκάλι κολόνια του δρόσισε τα χέρια

 -Φέρνω και το τσάι. Έτοιμο είναι… είπε και απομακρύνθηκε

Το άρωμά του λεμονιού  τον αναζωογόνησε. Στράφηκε προς τον Χουσνί που πρόλαβε τη σκέψη του.                                                                                                                                                                                

-Τούρκοι είμαστε Σταύρος. Η μητέρα μου ήρθε από τη Μυτιλήνη με την ανταλλαγή, μικρή ήταν.  Έμενε πλάι σε Ρωμιούς, Γείτονες….

Οι φιλενάδες της όλες Ρωμιές ήταν και έμαθε τα ελληνικά. Και να γράφει ξέρει. Όχι πολύ καλά, μα ξέρει.  Ο πατέρας μου ήρθε από την Istanbul. Τον χάσαμε πριν από γεντί (εφτά) μήνες, κι έδειξε με τα δάκτυλα του τον αριθμό επτά. Ο θεός να τον αναπάψει! ψιθύρισε και έφερε τα χέρια του μπροστά στο πρόσωπό του. Ήξερε κι αυτός ρωμαίικα, συνέχισε το μονόλογο του. Έτσι έμαθα λίγα κι εγώ. Πιο πολλά τα έμαθα στο Πανεπιστήμιο μόνος μου.  Διαβάζω. Δεν ξέρω όμως καλά. Δεν γράφω. Σπούδασα Αρχαιολογία. Έχουμε πολλά δικά σας αρχαία εδώ! τόνισε βάζοντας μία χαμογελαστή τελεία στα λόγια του

Μπροστά τους άχνιζε στα γυάλινα ποτηράκια το τσάι. Η Νουρτέν χανούμ  όρθια περίμενε να τελειώσει την κουβέντα του ο γιος της και να τους κεράσει

-Να φας και το γλυκό! απευθύνθηκε στον Σταύρο. Είναι κυδώνι. Στη Μυτιλήνη έμαθε η μάνα μου να τα φτιάχνει από μία Ρωμιά από το Αϊβαλίκ. Έγιναν φιλενάδες. Μουχατζίρισσα (πρόσφυγα) ήταν από το 14. Μετά έμαθα κι εγώ. Πάω να τελειώσω το φαγητό. Θα είσαι μουσαφίρης μας. Εδώ θα μείνεις. Το σπίτι μας είναι και δικό σου και τον κοίταξε βαθιά με στοργή. Ο Χουσνί έχει να μου κάνει ένα χουσμέτι (θέλημα) και θα έρθει. Δεν θα αργήσει….συνέχισε κοιτάζοντας  τρυφερά το γιο της.

Εκείνος την ακολούθησε στην κουζίνα.  Άκουσε να μιλούν τη γλώσσα τους για λίγο και μετά τον κτύπο της πόρτας που έκλεινε.  Μόνο τα συρτά βήματα της Νουρτέν χανούμ  τώρα συντρόφευαν τις σκέψεις του.  

Το έχει ανάγκη ο Σταύρος να μείνει λίγο μόνος, αν και ένιωθε τόσο όμορφα με αυτούς τους ζεστούς ανθρώπους.  Ίσως κι εκείνοι να το διαισθάνθηκαν και απομακρύνθηκαν διακριτικά. Ή μήπως…..

Όχι το ένστικτό του δεν λάθευε κι ένιωσε ντροπή για την καχυποψία του.

«Τι σου είναι η προκατάληψη!»  απολογήθηκε στον εαυτό του. Χαλάρωσε το σώμα του και άφησε ελεύθερη η σκέψη του να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο και να συνδέσει όλες εκείνες τις ψηφίδες της μνήμης που ανάδευε στο μυαλό του από το ξεκίνημα του ταξιδιού του.

 Ένιωθε ευτυχισμένος και πίστευε πως το ίδιο θα ένιωθαν κι οι δικοί του όπου κι αν βρισκόταν.                      Κι όμως βρισκόταν εδώ! Δεν έφυγαν ποτέ από τούτο τον τόπο!  Η ματιά του καθώς πλανιόταν στο δωμάτιο, σταμάτησε πάνω στο μπουφέ. Μια παλιά φωτογραφία με καφετιές και μπεζ αποχρώσεις, μισοκρυμμένη  σχεδόν πίσω από κάποιες της οικογένειας, του έγνεφε. Σηκώθηκε και πλησίασε. Την πήρε στα  χέρια του που έκαιγαν.

 «Ναι αυτοί είναι!»  ψιθύρισε ο νους του. «Ο παππούς και η γιαγιά»

Εκείνος με κουστούμι καθισμένος σε μια πολυθρόνα. Εκείνη όρθια στο πλάι του με ένα ανοιχτόχρωμο φόρεμα, ακουμπούσε το χέρι της στον ώμο του. Σοβαροί και οι δύο όπως απαιτούσε το στυλ της εποχής, μα αρκετά πιο νέοι από την εποχή που άρχισε να έχει εκείνος την ανάμνηση τους. Ο παππούς και η γιαγιά του ήταν εδώ!  Δεν έφυγαν ποτέ! Όλα εκείνα τα συναισθήματα που φουσκώνουν στο στήθος του τον πλημμύρισαν. Ακατάσχετοι λυγμοί τράνταζαν  το σώμα του. Ακούμπησε ενστικτωδώς τη φωτογραφία πάνω του για να μην τη βρέξει μέσα σε μία παλίρροια  από δάκρυα και στηρίχτηκε στο έπιπλο.

Όταν ξεθόλωσαν λίγο τα μάτια του, ένιωσε την Νουρτέν χανούμ να τον χαϊδεύει τρυφερά στα μαλλιά.  Τον πήρε, σαν  μικρό παιδί, από το χέρι και τον οδήγησε πίσω στον καναπέ. Κάθισαν δίπλα δίπλα. Αμίλητοι. Είπαν πολλά με τα μάτια.

-Τη βρήκα όταν ήρθα νιόπαντρη εδώ. Σε μία γωνιά… έσπασε πρώτη τη σιωπή η γριά γυναίκα. Δεν είχε αξία για αυτούς που πάτησαν το σπίτι. Τίποτα δεν άφησαν! Κλέφτες ήταν….Μόνο αυτή τη φωτογραφία και μια παλιά κουρελού άφησαν… Κράτησα τη φωτογραφία. Σκέφτηκα πως είναι οι νοικοκύρηδες του σπιτιού. Κάθε φορά που την κοιτώ, σκέφτομαι πως είμαστε μουσαφίρηδες παιδί μου σε τούτο τον κόσμο. Τίποτα δεν είναι δικό μας ούτε τα σπίτια ούτε η γη….

Απαλά τα λόγια της. Ο Σταύρος τα ’νιώθει βάλσαμο στην καρδιά του.  Επούλωναν τα τραύματα από μικρές και μεγάλες απώλειες της ζωής του. Έδεναν με αρμούς αγάπης τις ρωγμές του χρόνου. Βλάσταιναν τις κομμένες ρίζες του. Στην ψυχή του γεννιόταν μία ασύνορη πατρίδα που αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους.

Καταλάγιασαν τα συναισθήματα και οι σκέψεις. Έφαγε και το γλυκό κυδώνι που μοσκομύριζε  αμπαρόριζα.            

-Πάω να δω παιδί μου το φαγητό, είπε η Νουρτέν χανούμ  και τράβηξε για την κουζίνα

 -Σε ένα τεταρτάκι είναι έτοιμο το φαγητό άκουσε τη φωνή της γυναίκας του

Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά το γράμμα. Σχεδόν το τσαλάκωσε. Συνέχισε να διαβάζει.

(Κείμενο με λατινικούς χαρακτήρες)

Έφυγε ήσυχα. Ο θεός να την αναπαύσει

Σταυρός, φίλε μου, πάντα μιλούσε για σένα με αγάπη και σε περίμενε κάθε καλοκαίρι. Ήθελε να σου δώσει το κλειδί το παλιό από το σπίτι που το βρήκε στο φεγγίτη πάνω από την πόρτα και ξέχασε να σου το δώσει όταν ήρθες.

«Το κλειδί το αφήσαμε στο μπουγιουντρούκι …άκουσε τη μακρινή φωνή….. Πήρε μία βαθιά ανάσα για να συνεχίσει….

Στη μικρή διαθήκη που μας άφησε,  έγραψε για σένα ελληνικά, να το διαβάσεις. Κόλλησα στο γράμμα την κόπια.

Να dοσετε τα κλιdιά στο στάβρος το εσκί και το γενί να έρκετε στο σπίτι ίνε κε δικό τu όταν θέλι. Ιnsallah  

Φίλε μου, σου στέλνω τα δύο κλειδιά

Se perimeno Husni

Ο Σταύρος βγήκα στη βεράντα. Χάιδεψε τη σγουρή φυλλωσιά της αμπαρόριζα και τη «σουλάντισε» όπως θα’λεγε και η γιαγιά του,  με τα σιγανά του  δάκρυα. Στο άλλο του χέρι έσφιγγε δύο κλειδιά. Ποτέ ένα μέταλλο δεν το ένιωσε τόσο ζεστό!  Ποτέ δεν είχε πάρει ένα τέτοιο δώρο, βαθιάς, πηγαίας  ανθρωπιάς, αυτής που δικαιώνει την ύπαρξη των ανθρώπων στη Γη!                                                        Θυμήθηκε μία κουβέντα που έκανα συχνά με τον παππού του όταν ήταν μικρός

«Πιο πολύ ψωμί τρως με το μέλι παρά με το ξύδι γιόκα μου. Ούλοι  οι άνθρωποι έχουν καλοσύνη μέσα τους…»

«Και οι Τούρκοι παππού;»

«Κι και οι Τούρκοι! Και ποιος ξέρει! μπορεί όταν ξεθυμάνει καλά-καλά το μίσος που’φερε ο πόλεμος, κι εσύ να γίνεις φίλος μ’έναν Τούρκο όπως κι εγώ  κάποτε…»

Μπήκε στο σαλόνι. Πήρε από το γραφείο του μία κόλλα χαρτί, έβγαλε το στυλό από την τσέπη του σακακιού του και άρχισε να γράφει

«Agapimene mu file Husni…..

Το βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μπαλτά και το επιμελήθηκε ο Θοδωρής Κοντάρας

                                                               Λεξιλόγιο

Αετός. Αέτωμα

Αλανάκι. Πλάτωμα, μικρό ξέφωτο. Τρκ. alan

Αλησμονώ. Λησμονώ

Αλόγατα. Άλογα

Αλλογύρα. Άλλη μεριά 

Άμαν. Άμα, όταν, μόλις.

Ανέ : μάνα τρκ. Anne

Αντζισμένα. Οργισμένα, θυμωμένα, εξαγριωμένα. Τρκ. acı πικρό

Αποθαμάξανε. Αποθαύμασαν

Απορηχαίνει. Ξαποσταίνει, σταματά

Αφ’ το. Από το

Γιέκα. Γιόκα

Εκειδακί. Εκεί ακριβώς

Εμόνανε. Εμένα

Ένα γκερεμέ. Συνέχεια, όλη την ώρα

‘Ετσιδά. Έτσι

Ήλεε. Έλεγε. Ηλέανε. Ελέγανε

Ησεκλετίζουντανε. Σεκλετιζόταν: θύμωνε, ενοχλούνταν

Θυμωσάρης. Που θυμώνει

Καλλιότερα. Καλλίτερα.

Κανάτια. Πορτόφυλλα, παραθυρόφυλλα Τρκ. kanat. φτερό

Καρσί Απέναντι

Κι απέ (απέκει). Και έπειτα, ύστερα

Κιορ καντήλι. Σβηστό καντήλι  μτφ. θεόστραβος, τυφλός.

Κομμάτι. Λίγο 

Μαθές. Δηλαδή.

Μάρκα. Αρχικά

Μουχατζίρισσα. Πρόσφυγα Muhacir  

Μπινιαλίδικια. Λιθοδομημένη

Μπλεξούδα. Πλεξούδα

Μπόλινο. Λεπτό, αραχνοΰφαντο

Μπουγιουντρούκι. Φεγγίτης.

Μπουντελιάζουνε. Στηρίζουνε

Μπουντί. Βεραντάκι υπερυψωμένο

Ντα. Τα

Ορμηνεμένους. Καθοδηγημένους.

Ούλοι. ‘Ολοι

Πατήματα. Βήματα

Πηάδι. Πηγάδι

Πααίνω. Πηγαίνω. Πρστ. πάαινε

Παναθύργια. Παραθύρια

Παπλακούνε. Πλατσουρίζουν

Παππούκας. Παππούς

Παρμακλίκια. Κάγγελα

Ποδιά. Το κάτω μέρος στο πλαίσιο του παραθύρου

Πρεβόλι. Περβόλι  

Πρωινιά. Πρωινή

Σερίνικα. Ήρεμα, γαλήνια, πράα

Τοιχογύριστο. Μαντρωμένο με πέτρινη μάντρα.

Τσακάς-αδάκι. Σουγιάς

Χουσμέτι. Θέλημα, μικρή εηυπηρετηση

Angeliki Kitsou-Magaraki was born in Heraklion. In her book "Eleven heirlooms, a story"  includes "stories, small, invisible, of ordinary people" from the Hellenism of Asia Minor. In one  of these "the keys" that "love did not let rust" mentions the town of  Lythri. A descendant of Lythrians fulfilling the wish of his ancestors seeks their home at Lythri todays' Ildiri. He finds unexpected hospitality from the new owners. The description of the feelings when he arrives at Lythri reminded me of my own feelings when in September of 88 I arrived in this holy land of my own ancestors.

Stavros took his mail from the front door mailbox and hurried into the house. He sat in his favorite corner by the window

-Advertisements...brochures...bills...he monologued as he examined the files one by one --In a few hours the food will be ready, listen to the voice of his wife from the back of the corridor.

His heart pounded with longing as it was now the turn of a yellow padded envelope addressed to his friend Husni from Ildiri.

- Me too, who thought you had forgotten me, Husni! he whispered. Why you didn’t call me during my celebration day? - You have never forgotten it for 10 years.... he continued his monologue as his fingers brushed against something solid at the base of it’s small side

Believing that his friend was sending him a small gift along with perhaps a greeting card, he carefully opened it. A letter on white paper hesitantly made its appearance. Husni rarely was writing to him. They usually exchanged cards and more often communicated by phone. He opened the folded paper almost eagerly, forgetting the possible gift the envelope hid. His friend's news preceded it. Husni wrote in Greeklish or, more correctly, in Francochiotika (Greek with latin letters), which was also spoken by the old people.

"My dear friend Stavros (text in Latin characters)

I wish you are ok . I am sending you my wishes for your celebration a little late but I believe you will excuse me. May you always be healthy and happy. I didn't mean to upset you but I know you need to know. My anne (mother) Nurten Hanim left us 15 days ago"

Stavros felt a lump in his throat and the letters became a black mournful line on the white paper. He casually looked at the photo on the coffee table in front of him. An old lady was smiling with her eyes, extending her protective arms to her son Husni on the right and to Stavros standing on her left.

His mind  went back to the old days

"Go, dear Stavris, to our village, to the Homeland, to find our home,... don't forget it!" his grandfather's voice came to his ears.

"Go, my son: have my wish with you," added the grandmother, who was also from those parts.

He didn't go as long as they lived.  Of many reasons as his career,  a marriage that followed and was not sterilized with a child growing up far away from him somewhere in Sweden,  the procrastination of his character, all together they let the years pass. When they passed away He felt heavy the unpaid debt to the people who had raised him since he was five years old when his parents immigrated to Germany and never came back,... So 10 years ago, almost middle-aged, after however he had managed to rebuild his life, he decided to visit "their village" and their house that he had drawn in his heart since he was a small child.

Summer of 1995. With a rental car from Cesme, where he had arrived via Chios, he drove 22 kilometers to Lythri. further north

"Go, dear Stavris, to our village... "Go, my boy! My wish will follow you"

Warm voices caressed his ears along with the wet breeze coming in from the half-open window. Although inside him he felt that vague longing that foreshadows the meeting with something unknown and at the same time so familiar he did not speed up.

Breathless, his eyes measured the speed of the landscape rolling along the edges of the road. They were enjoying the euphoria of the land and the serenity of the blue water. He turned his gaze to the left and saw the grandfather in a boat waving his hand in a happy greeting. To his right, vines and olives. His grandmother wearing a golden headkerchief  held a large bunch of sultanas grape in her hands and had a smile dripping with honey. He opened the window wider to dry two droplets that appeared at the corner of his eyes. His loved ones accompanied him. "Everything will be fine" he thought and lightly stepped on the gas.

He stopped in the small square. An old fountain welcomed him in Greek

Pronea of  Sadik Pasha Efendi                                                                                                                             Expenditure of Community of Erythrai                                                                                          Erythrai on March 1st 1880

He filled his handfuls with cool water. It cooled his lips and his soul. Their village had welcomed him.

He proceeded with confidence to the first cafe on the beach. He ordered a Turkish coffee and let his gaze wander over the tame bay. His alert senses scanned the place. He enlisted them to grasp the threads of time to "come back" to fill the void of loss.

In front of him are the deserted islets that were once called Hippi (Horses)

"If you were stretching out your hand you  would catch them! Our islands look like horses with their backs out of the water. Every morning we greeted each other. For hours and hours they furiously drove the chariot  of the god of the sea ... What was his name, my son? »

"Neptune! Grandpapa"

Well done! The one who was angry all the time   And on the other hand, when he wasn't angry, it was God's joy to see them calmly splashing in the water like little children..."

He smiled, took another sip of his steaming coffee and gazed at the small islands in front of him and the dark-haired children splashing on the shore two steps from his chair.

Words and images fluttered in his mind gently and transported him to tender paths of memory that everyday life had covered with a lot of dust or more correctly with the exhaust gas of the monster town where he lived. In front, two or three fishermen were gathering their nets. They brought his daydream to life. In his mind came the image of the raft with the statue of Hercules on it and the warm voice of his grandmother

So, my son, those rafts were pulled by the ancient Lethrians on one side and the Chiots on the other. But the Lethrians dragged  ιt not with a rope but with a big thick braid they had made from the hair of the women! So they had been guided by an old fisherman who was blind. When the statue was brought ashore, that old fisherman saw his light! And they all marveled and then a great feast followed and they lived well and we lived better. That's exactly what my grandmother used to tell me. That's how I tell you all this. Old story long ago, ever since humans set foot on this land"

Forgotten and remembered. The sun began to rise. He paid for his coffee and asked for information on "eski yunan evleri", old Greek houses. Some looked at him inquisitively, others asked him if he was Greek and offered to treat him to tea. Most refugees are Bosnian Turks. He felt that sympathy which binds men with a common destiny. But he didn't have time. He politely refused so as not to offend them, he promised them that he would come again. He drew in the direction which he was shown to have many Greek houses, though his secret guide guided him unerringly.

From the beach you will proceed towards the east, you will go up a wide uphill street, you will turn a little to the right and where the uphill stops, in the small square facing you, you will see our house. It is double with the gable on the roof. The good door has two leaves painted blue. I left the key in the skylight, between the bars. It also has two windows, one on the right and one on the left, blue as well. There are three windows on the upper floor. And on the other side our orchard which is surrounded by a wall, stone-built two meters high. You can also see our veranda and then two pillars that support it. And our trees are visible, figs are the most numerous and there are some olive trees in the background. ...The well don't forget the well my son!  Twenty steps from the wall is near the walnut. You will find my initials written there. I wounded the stone with my knife, I peeled it to leave my footprints! If only I knew.."

The grandfather's voice lowered and there was silence, a silence that fanned sighs....

He gasped slightly. He stopped to rest along the way uphill. Looked around. He saw it!

Or did it seem to him? The sun reflected on the white stones and a two-story house faded against the blue background. He approached, half closing his eyes. The pediment in place and the meander, attesting to its citizenship, still adorned its interior outline and the window aprons. And the double door with the skylight. He instinctively went to reach up to grab the key…. He stepped back and stood showing it off. It seemed to him more beautiful than he had imagined it to be. Neat, clean, intact. Except that the doors and windows were no longer blue, but green

He took a few steps to the right. Where the wall of the house ended, the wall of the courtyard began, also well preserved. His gaze traveled his entire length, but he tripped over the small iron door that cut him in two.

- It can't be... I would remember! They never told me about her!

Hesitating in his steps, he reached out and touched it gently. It pulled back with a slight squeak of welcome. As if it was waiting for him. Proceeded. The smell of ripe figs tickled his nose. He tasted it to the depths of his soul.

"And the trees are visible to us, fig trees the most, he heard the familiar voice and some olives."

The sun's brush stirred silvery touches among the misty foliage. A white handkerchief seemed to him to be waving. The garden is well-kept, the trees are alive from the recent watering, from well water! Yes, there in front of him "twenty steps from the wall" was the well... Stone-built. The bucket and rope were still dripping with "sweat" .

He felt a trembling in his whole body that sprung uncontrollably from his soul. He began to grope the hollow wall slowly as if in a ritual. His hands gently touched each crevice of the stone in search of the "sign". He has beaten the right side point by point. And his right index finger sinks into a horizontal groove. He follows the line with bated breath. Where it is cut, another oblique inwards begins, forming an acute angle with the first. And another oblique diverging in the opposite direction, and then again a horizontal one... Like a small child mastering the alphabet, he slowly pronounces the letter he discovered. (S) ! His hands, windblown wings advance a little further to the right. Two diagonally intersecting lines welcome him. A Chi (HI)

-Grandpa, my grandpa,,, he whispered and felt himself sinking, while the crowing of a rooster climbed to the top of the day.

When he opened his eyes, he saw a blue cloth tearing at the branches of a walnut tree. Two figures bent over him. An old lady in a white headscarf - a sign of mourning for Muslims - and a middle-aged man, a little older than him.

-Drink some water..., he heard in clear Greek and the woman  brought a glass to his lips.

-"I'm dreaming"< thought Stavros and opened his eyes wide, to see the truth of his thought.

-Drink, heared the voice again.

Two small gulps stumbled down his throat. He got up. He dusted off his hands in embarrassment. He felt ashamed that he had been left in the throes of his emotions. What would the people standing in front of him think just as embarrassed…

- I am Husni and this is my mother, Nurten Khanum, the man spoke first. Oskeldin (Welcome)!

- Thank you... This is... it was my grandfather's house, he chanted and showed them the engraved initials. I have his name... Stavros!

The new hosts nodded in understanding. They seemed to share the stranger's feelings. A thick silence spread between them for a few minutes. All three stood motionless with their eyes on the ground, each absorbed in his thoughts or prayer. ¨A small memorial of love for those who were gone

- Let's go in, my child. It's hot here.. I heard the warm old voice of Nurten Khanum

-Come let me show you the house, Husni told him, patting him on the back

They followed the slow steps of the old woman who was leading. Stavros felt as if hypnotized. He still couldn't believe where he was, what he had found, how friendly the people he met were, while at the same time a question scratched his mind. How did they know Greek?

As soon as they entered the house a sweet dew welcomed him.

“Warm in winter cool in summer…sixty points thick are the walls…” came his grandfather's voice

The emotion was choking him. He could not utter a word as he toured the grounds of the house with Husni as a guide.

-We didn't change many things... just the lock.... and we opened the door in the garden . My parents found it well but empty! Stavros looks insatiably around him and mapped bit by bit with his eyes and soul the favorite corners he saw in the eyes of his people when they followed the wandering muffled voice of nostalgia

They entered the good camera and sat on the couch. Nurten Khanum cooled his hands with a bottle of cologne

- I'll bring the tea too. It's ready… he said and walked away

The scent of lemon revived him. He turned to Husni who caught his thought.

We are Turks, Stavros. My mother came from Mytilene with the exchange, she was young. She lived next to Greek Neighbors….

Her girlfriends were all Greek and she learned Greek. And she knows how to write. Not very well, but she knows. My father came from Istanbul. We lost him seven months ago, and he pointed to the number seven with his fingers. God bless him! he whispered and brought his hands in front of his face. He also knew Greek, he continued his monologue. So I learned a little too. I learned more at the University on my own. I'm studying. But I don't really know. I do not write. I studied Archaeology. We have many of your antiquities here! he pointed out, punctuating his words with a smile

The tea was steaming in the glass cups in front of them. Nurten Khanum stood waiting for her son to finish his talk and treat them

-Eat the dessert too! addressed Stavros. It's a quince. In Mytilini, my mother learned to make it from a Greek woman from Ayvalik. They became friends. She was a refugee since she was 14. Then I learned too.  I'm going to finish cooking. You will be our guest . This is where you will stay. Our home is yours too and she looked at him deeply with affection. Husni has a little favor to do for me and will come. It won't be long….she continued looking tenderly at her son.

He followed her into the kitchen. He heard them speak their language for a while and then the knock of the door closing. Only the shuffling footsteps of Nurten Khanum now accompanied his thoughts.

Stavros needs to be alone a little, although he felt so good with these warm people. Maybe they also sensed it and discreetly moved away. Or maybe…..

No his instinct was not wrong and he felt ashamed of his suspicion.

"What is your prejudice!" he apologized to himself. He relaxed his body and let his mind free to travel back in time and connect all those pieces of memory that had been stirring in his mind since the beginning of his journey.

He felt happy and believed that his people would feel the same wherever he was. And yet here he was! They never left this place! His gaze, as he wandered around the room, stopped on the sideboard. An old photo with brown and beige tones, almost half hidden behind some of the family, beckoned to him. He stood up and approached. He took it in his burning hands.

"Yes they are!" his mind whispered. "Grandpa and Grandma"

The one in a suit sitting in an armchair. She was standing by his side in a light colored dress, resting her hand on his shoulder. Both serious as required by the style of the time, but considerably younger than the time when he began to have their memory. His grandparents were here! They never left! All those feelings swelling in his chest flooded him. Uncontrollable sobs shook his body. She instinctively leaned the photo against him to keep it from getting wet in a flood of tears and leaned against the furniture.

When his eyes cleared a little, he felt Nurten Khanum tenderly stroking his hair. She took him, like a small child, by the hand and led him back to the couch. They sat side by side. Speechless. They said a lot with their eyes.

- I found it when I came here as a newlywed. In a corner... the old woman broke the silence first. It was of no value to those who trod the house. They left nothing! Thieves they were….Only this photo and an old rag left… I kept the photo. I thought they were the owners of the house. Every time I look at it, I think that we are guests, my child, in this world. Nothing is ours neither the houses nor the land….

Her words were soft. Stavros feels a balm in his heart. They were healing the wounds of small and large losses in his life. They tied the cracks of time with joints of love. They sprouted its cut roots. A boundless homeland was born in his soul that embraced all people.

Emotions and thoughts settled down. He also ate the sweet quince that smelled of apple geranium- I'm going to see the food, my child, said Nurten Khanum and headed for the kitchen  

- In a quarter the food is ready, he heard his wife's voice                                                                                             

He held the letter tightly in his hands. He almost crumpled it.  Continue reading.

(Text in Latin characters)

She left quietly. God rest her soul                                                                                                                           

Stavros, my friend, she  always was speaking of you with love and waited for you every summer. He wanted to give you the old key from the house she found in the skylight above the door and forgot to give it to you when you came.

"We left the key in the skylight ...he heard the distant voice.... He took a deep breath to continue.... In the little will she left us, she wrote for you in Greek, read it. I stuck the copy on the letter.

Give the keys to Stavros the old  and the new to come to the house is his when he wants. Insallah

My friend, I am sending you the two keys

Se perimeno (I am waiting for you) Husni

Stavros went out on the veranda. He caressed the curly foliage of the apple geranium and "watered" it, as his grandmother would say, with his silent tears. In his other hand he was clutching two keys. Never has a metal felt so hot! He had never received such a gift, of deep, spontaneous humanity, the one that justifies the existence of people on Earth! He remembered a conversation I often had with his grandfather when he was young

“You eat more bread with honey than with vinegar, my son. All people have kindness in them…”

"And the Turks grandfather?”

"And the Turks too! And who knows! maybe when the hatred brought by the war will be completely forgotten, you too can become friends with a Turk like I once did..."

He entered the living room. He took a pad of paper from his desk, took the pen out of his jacket pocket and began to write

"Agapimene mu file Husni….. (My dear friend Husni)……

 


 [E1]